Κεφάλαιο 1

245 57 13
                                    

29 Ιουλίου
"Να ζήσεις Βενετία και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μια σοφός!"
( Κοιτάζοντας γύρω μου, ένιωσα τόσο ευτυχισμένη. Είχα κοντά μου όλους όσους αγαπούσα και με αγαπούσαν, δεν μου έλειπε πραγματικά τίποτα. Ήμουν τόσο ευγνώμων! Έτσι, σβήνοντας τα κεράκια, ευχήθηκα να μην αλλάξει τίποτα, να μείνουν όλα όπως τώρα...)
-Χρόνια πολλά sunshine,να σε χαιρόμαστε. Άντε και με κάνα καλό γκομενάκι! Μου είπε ο Άγγελος αγκαλιάζοντας με σφιχτά.
-Ευχαριστώ sunshine,κι εσύ με τον καλύτερο., του είπα στο αυτί.
Αφού μου ευχήθηκαν και οι υπόλοιποι είδα τους γονείς μου αγκαλιασμένους στον κήπο και πήγα προς τα εκεί.
-Χρόνια πολλά Βένι μου!
- Χάρη, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι το κοριτσάκι μας έγινε 17 χρονών, είπε η μητέρα μου βουρκωμένη και με φίλησε.
- Φτάνει με τα φιλιά από το πρωί ρε μαμά! Εγώ φεύγω. Μην με περιμένετε, θα κοιμηθώ στον Άγγελο. Τα λέμε το πρωί.
- Εντάξει μικρή, να προσέχεις, μου είπε ο μπαμπάς μου δίνοντας μου μια μεγάλη αγκαλιά.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο κλαμπ που θα γιορτάζαμε τα γενέθλιά μου. Μπαίνοντας μέσα η μυρωδιά του αλκοόλ και του τσιγάρου τρύπωσαν βίαια στα ρουθούνια μου, τα φώτα έπεφταν στα μάτια μου ενώ ακολουθούσαν τον δικό τους ρυθμό δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα για πάρτι και η μουσική που ηχούσε δυνατά ανεβάζοντας την διάθεση μου στα ύψη. Ήταν σίγουρο ότι θα περνούσαμε τέλεια, πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για μια όμορφη βραδιά.
Αφού βολευτήκαμε στο τραπέζι μας, η Αλεξάνδρα δεν έχασε ευκαιρία και τράβηξε αμέσως τον Γιώργο για να χορέψουν, κερδίζοντας ένα χλευαστικό βλέμμα από τον Άγγελο -χωρίς βέβαια να το δουν- δείχνοντας για ακόμα μια φορά την μεγάλη αδυναμία που έχει στην Αλεξάνδρα.. Τον Γιώργο δεν τον συμπαθούσα ιδιαίτερα αλλά ήξερα ότι η Αλεξάνδρα τον ήθελε πολύ.. Έτσι, μείναμε στο τραπέζι εγώ και ο Άγγελος, πράγμα που και οι δύο ξέραμε ότι δεν θα κρατούσε για πολύ αφού ο μπάρμαν που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το τραπέζι μας τον είχε φάει με τα μάτια του από την στιγμή που καθίσαμε. Ύστερα από λίγα ποτά ακολουθήσαμε με τον Άγγελο τα παιδιά και πήγαμε κι εμείς να χορέψουμε.
Εκεί που χορεύαμε, ακούω ξαφνικά μια μελωδία τόσο γνώριμη...κατευθείαν κοιταζόμαστε με τον Άγγελο και γελάμε συνωμοτικά...δεν ήξερα ότι παίζουν αυτό το τραγούδι σε κλαμπ σκέφτομαι και βλέπω τον Άγγελο να γελάει πονηρά.. Δεν το πιστεύω ότι το ζήτησε για μένα...είναι το τραγούδι μας, ένα τραγούδι που μας συνδέει με έναν πολύ δυνατό δεσμό και που ποτέ δεν μπορούμε να του αντισταθούμε... Τον πλησιάζω και ξέρουμε και οι δύο τι θα ακολουθήσει...Αρχίζουμε να χορεύουμε σαν να μην υπάρχει αύριο και πραγματικά το ευχαριστιέμαι με όλη μου την ψυχή...Τα μάγουλα μου κοντεύουν να σκιστούν από το χαμόγελο μου που φτάνει μέχρι τα αυτιά...Αυτά είναι τα καλύτερα γενέθλια...Είμαι τόσο τυχερή που έχω τον Άγγελο στην ζωή μου, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτόν...

-Άντε πήγαινε. Ξέρω πως το θέλεις, βλέπω πως τον κοιτάζεις τόση ώρα, του ψιθύρισα έπειτα από πολύ ώρα χορού, δείχνοντας προς την μεριά του μπάρμαν που δεν είχε σταματήσει να κοιτάει τον Άγγελο γεμάτος νόημα
- Σίγουρα; Είναι τα γενέθλια σου, μην σε αφήσω μόνη σου.
- Σιγά καλέ. Εγώ έχω τα παιδιά. Εξάλλου νιώθω εξαντλημένη, θα φύγω σε λίγο.
- Εντάξει. Να προσέχεις. Θα τα πούμε το πρωί εμείς. Α και κάλυψε με στα παιδιά, μου είπε στέλνοντας μου ένα φιλί και έγινε καπνός..
Μετά από λίγη ώρα πήγα προς το τραπέζι μας και δεν άργησε να έρθει και η Αλεξάνδρα.
-Βένι εμείς λέμε να πηγαίνουμε. Ο Άγγελος που είναι;
- Έφυγε, δεν ένιωθε πολύ καλά, μάλλον τον πείραξε το ποτό. Ωραία κολλητή κι εσύ ρε, θα με αφήσεις μόνη μου;
- Έλα ρε Βένι, ξέρεις πως είναι αυτά... είπε δείχνοντας μου με το βλέμμα της τον Γιώργο.
- Ξέρω, ξέρω. Δεν είναι συχνά άδειο το σπίτι του Γιώργου, είπα και γέλασα πονηρά..
- Ακριβώς. Εσύ θα μείνεις ή μήπως θέλεις να σε πάμε σπίτι;
- Όχι, όχι θέλω να περπατήσω, καλά να περάσετε, είπα κλείνοντας της το μάτι.
- Εντάξει όπως θες. Καληνύχτα αγάπη! είπε και έφυγε γελώντας.
Οπότε κι εγώ αποφάσισα να φύγω. Αφότου πλήρωσα, πήρα τα πράγματα μου και βγήκα από το μαγαζί, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.

Πηγαίνοντας προς το σπίτι απολάμβανα το δροσερό αεράκι του καλοκαιριού και την ηρεμία της βραδιάς. Πάντα μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Η αντίθεση της ζεστής καλοκαιρινής αύρας με την δροσιά και του τρομακτικού σκοταδιού της νύχτας με την απόλυτη ηρεμία λειτουργούσαν πάντα σε απόλυτη αρμονία μέσα μου. Θυμάμαι από πολύ μικρή λάτρευα τις νύχτες του καλοκαιριού να πηγαίνω βόλτες με τον πατέρα μου, γι' αυτό άλλωστε οι βόλτες αυτές έχουν χαραχτεί μέσα μου ως κάτι πολύ ξεχωριστό, μια γλυκιά ανάμνηση που πάντα νοσταλγώ και που κάθε καλοκαίρι προσπαθώ να επαναλάβω ακόμα και χωρίς την συντροφιά του πατέρα μου...
Χαμένη μέσα στις σκέψεις μου δεν κατάλαβα ποτέ έφτασα έξω από το σπίτι μου, ώσπου είδα κάτι που με ξύπνησε από την απόλαυση αυτής της διαδρομής, κάτι που γκρέμισε αυτή την όμορφη βραδιά και τσάκισε την καρδιά μου.. Αποκλείεται να το βλέπω αυτό, θα με γελούν τα μάτια μου...


Και κάπως έτσι ξεκινάμε...

Ελπίζω να σας άρεσε! 

Λοιπόν, τι πιστεύετε ότι είδε η Βενετία και την συγκλόνισε τόσο;

Ένας αιώνιος ΑύγουστοςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin