Δέκα// Σμήναρχος-Αντώνης: 0-1

3.6K 191 351
                                    

Ήταν πρωί Τετάρτης και η Σμαράγδα αποφάσισε πως θα ήταν σκληρή με τον Σμήναρχο.

Η αλήθεια είναι πως μετά τον ψεύτικο τραυματισμό του την Δευτέρα για να μην τον περάσει είχε εκνευριστεί αρκετά, όχι σε βάθος, αλλά την έκανε να πεισμώσει τόσο που να μην κατέβει την επόμενη μέρα, την Τρίτη, για την πρωινή γυμναστική.

Τον κοιτούσε από ένα παράθυρο του κτηρίου να την περιμένει, με το βλέμμα το παιχνιδιάρικο, σαν να σκαρφιζόταν ένα νέο σχέδιο για να την δοκιμάσει, και η Σμαράγδα έκανε ακριβώς αυτό που δεν ήθελε αλλά ήταν απαραίτητο.

Δεν κατέβηκε ποτέ εκείνο το πρωινό.

Ήταν μια κάποιου είδους διαμαρτυρία απέναντι στην συμπεριφορά της Δευτέρας.

Και την Τρίτη το μεσημέρι, προσπάθησε να μην του μιλήσει την ώρα του φαγητού όταν έτυχε να γεμίζουν τα πιάτα τους δίπλα-δίπλα.

Ένιωσε το βλέμμα του να την καρφώνει και αισθάνθηκε πως όση δύναμη κρατούσε στα πνευμόνια της για να μην του μιλήσει θα την εγκατέλειπε σίγουρα. Όπως επίσης κατάλαβε πως εκείνο το μειδίαμα που φορούσε στο πρόσωπό του ο αξιωματικός σε όλη τη διάρκεια του μεσημεριανού ήταν όλο για χάρη του πείσματός της.

Πάντως, αν τα παράβλεπε όλα αυτά, ο Σμήναρχος βρισκόταν ήδη στην δεύτερη μέρα του στοιχήματος. Με το πρωινό της Τετάρτης όδευε στην τρίτη μέρα, που κάτι της έλεγε πως θα τον έβγαζε τον νικητή σύντομα, με εκείνη να του χρωστά μια χάρη που ούτε η ίδια ήξερε που θα την έβγαζε.

Δημιουργούσε ένα παράξενο συναίσθημα στα σωθικά της αυτό, κάτι σαν ανυπομονησία που φώλιαζε στα άδυτα της και παραμόνευε για το πότε θα μυρίσει μπαρούτι μέσα της.

Οπότε το πρωί της Τετάρτης, δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θέλει να δαμάσει το πειρακτικό χαμόγελο στο πρόσωπο του Σμηνάρχου ή αν θα ήταν ένα ακόμη πρωί που θα έμενε στον θάλαμο της.

Η Σμαράγδα Ανδρεάδη όμως δεν άντεξε.

Ξεφύσησε ηχηρά στην συνειδητοποίηση της ευάλωτης θέσης της και κατέβηκε τις σκάλες με το σχέδιο στο μυαλό της να παίρνει μορφή λίγο λίγο.

Όσο έκανε μερικά βήματα, πλησίαζε περισσότερο σε εκείνον.

Και εκείνη την στιγμή που ο Σμήναρχος άκουσε τα βήματά της και γύρισε να την κοιτάξει, φόρεσε το χαμόγελο του και ετοίμαζε την ατάκα που θα της πει, ίσως για να κερδίσει ξανά την εύνοια της, μα κάθε λέξη του εξανεμίστηκε όταν την είδε να περνάει από μπροστά του, δίχως να πει λέξη.

Διμοιρία ΕρωτευμένωνWhere stories live. Discover now