Δεκατρία//Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου

1.2K 153 157
                                    

Η Σμαράγδα νιώθει το σώμα της να καίει και δεν έφταιγε το ημίγλυκο κόκκινο που γέμιζε συνέχεια στο ποτήρι της. Ένιωθε πως ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα της μηχανικά και οι ανάσες της δεν την έφταναν για να διαχειριστεί το χέρι του που ακουμπούσε ανεπιτήδευτα το δικό της.

Άδειαζε τα ποτήρια με το κρασί σε σχετικά αργό ρυθμό αλλά ένιωθε το κεφάλι της να βαραίνει και τα μάτια της θόλωναν που και που φέρνοντας την σε μια ευφορία που της είχε λείψει.

Ήταν και το άρωμά του καθηλωτικό, δεν είχε μυρίσει ξανά κάτι παρόμοιο και της ξυπνούσε κάθε αίσθηση, ανατρίχιαζε η σπονδυλική της στήλη, ένιωθε τα πόδια της να μουδιάζουν...

«Σμαραγδένια, για πες...» ξεκινάει ο Μιχάλης να λέει με το παιχνιδιάρικό του ύφος, «...από πού έρχεσαι και ντύθηκες κοκέτα;».

Ο Αντώνης την κοιτάει χαμογελώντας. Χαλαρός και άνετος.

Η Σμαράγδα κοκκινίζει. Ευτυχώς δεν φαίνεται από τον χαμηλό φωτισμό.

Σιχαίνεται τον εαυτό της που θα το πει, αλλά πρέπει. «Είχα βγει ραντεβού στη Γλυφάδα...»

Σιωπή για λίγο, πριν ο Κώστας να ξεραθεί στο γέλιο. «Με τον λιμοκοντόρο;»

Ο Μιχάλης τον συνοδεύει στο ξέφρενο –και λίγο μεθυσμένο- γέλιο του. «Όχι με τον χλεχλέ ρε Σμαραγδένια!»

Η Σμαράγδα αισθάνεται την ντροπή να κάθεται στην γλώσσα της, έτσι που την δαγκώνει και γελάει αμήχανα.

Ο Αντώνης δεν χάνει ευκαιρία. «Βάλε με στο θέμα ρε μικρέ», κοιτάει τον Κώστα. Δεν τον ακούει, γελάει μανιωδώς με τον Μιχάλη.

Τον καίει ο λαιμός του. Έπρεπε να το περιμένει. Δεν μπορούσε να περιγράψει με μια λέξη μονάχα το πόσο μοναδική ήταν η κοπέλα δίπλα του. Είχε μια αύρα που την καθιστούσε ακαταμάχητη, ήθελε να την κοιτάει με τις ώρες, δεν μπορούσε να χορτάσει με μόνο μία ματιά. Ήθελε λοιπόν να μάθει για εκείνον που πιθανόν να το έκανε.

Γύρισε στην Σμαράγδα, διατηρώντας το πιο χαλαρό του ύφος.

«Τι λένε αυτοί ρε Σμαράγδα;»

Βλέπει τα ροδαλά της μάγουλα. Αντιστέκεται στην ανάγκη του να τα αγγίξει. Εκείνη, παίρνει βαθιά ανάσα προτού του απαντήσει.

«Είναι ένα παιδί από την παρέα της ξαδέρφης μου.»

Πίνει από το κρασί του. «Ναι; Και;»

Τώρα τα γελάκια του Μιχάλη και του Κώστα είναι απόμακρα.

«Ακούγεται πολύ ναρκισσιστικό απλά...» ξεκινάει, παίρνει βαθιά ανάσα, κατεβάζει το κρασί της με μία γουλιά, «...φαίνεται ότι του αρέσω καιρό τώρα, οπότε αποφάσισα να δώσω μια ευκαιρία. Ελεύθερη εγώ, ελεύθερος εκείνος... ίσως βγει κάπως, κάπου...»

Vous avez atteint le dernier des chapitres publiés.

⏰ Dernière mise à jour : Jul 22 ⏰

Ajoutez cette histoire à votre Bibliothèque pour être informé des nouveaux chapitres !

Διμοιρία ΕρωτευμένωνOù les histoires vivent. Découvrez maintenant