Πάει μια βδομάδα από την συνάντηση στο σπίτι του Μάικ. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να λειτουργήσει σωστά αυτή την βδομάδα. Μόνο τον Μάικ σκεφτόμουν...τον τρόπο με τον οποιο με αγκάλιαζε και με φιλαγε.
Κοίταξα το ρολόι που είχα πάνω στο γραφείο μου. Σε λίγο θα πρέπει να πάω σχολείο. Οπότε σηκώνομαι και αρχίζω να ετοιμάζομαι. Διαλέγω να φορέσω ένα σορτς με μιά λεπτή, σχεδόν αδιάφανη κοντομάνικη. "Είναι πολύ απλό" σκέφτομαι "αλλά δεν πειράζει"
***
Μόλις έφτασα στο σχολείο. Όλα τα παιδιά φαίνονται να ανησυχούν για κάποιο περίεργο τρόπο, προσπαθώ να βρω κάποιον γνωστό για να τον ρωτήσω.
Τότε βλέπω την Βερόνικα και την πλησιάζω και την ρωτάω τι συμβαίνει.
-Λένε ότι μπορεί να μην κάνουμε καθόλου μάθημα!!!! Τέλειο έτσι δεν είναι;
-ΤΟ ΡΩΤΑΣ ΚΙ ΟΛΑΣ!!!!!! ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΗΗΗΗΣ ΜΟΥ!!!!!!!!! είπα στριγκλιζοντας και βράχνιασα από τόσο που φώναζα.
Καθάρισα την λαιμό μου όμως μάταια, συνέχιζα να ακούγομαι σαν βραχνιαζμένο κοκόρι.Ξαφνικά ακούγεται ένας ήχος και βλέπω τον Γυμνασιαρχη.
-Δεν θα κάνετε σήμερα μαθημα. Είστε ελευθεροι να φύγεται!Τότε όλοι οι μαθητές άρχισαν να τσιρίζουν, εκτός από εμένα. Ήθελα να τσιρίξω όμως δεν μπορούσα.
Τότε νιώθω ενα χέρι στον ώμο μου.
-Πούθες να πάμε, μιας και δεν έχουμε μάθημα; γυρναω και βλέπω τον Μάικ.