Ντριιιιιιν, το κουδούνι χτύπησε και τρέχω να ανοίξω τη πόρτα, κοιτάω από το ματάκι και βλέπω το πιγούνι του. Μα πόσο ψηλός είναι, σκέφτηκα και άνοιξα τη πόρτα.
-Γειαααα, σου Βαγγέλη, τι κάνεις, σε ευχαριστώ που ήρθες... Και τί είναι αυτό που κρατάς, είπα κι έδειξα ένα κόκκινο μαξιλάρι σε σχήμα καρδιάς με ένα φερμουάρ στη μέση.
-Σου είπα πως θα φέρω σοκολατάκια να φάμε μαζί, έτσι δεν είναι; Εεεμ... λοιπόν έφερα. Με γεύση, σοκολάτα με καραμέλα, το αγαπημένο σου. Είπε και ενθουσιάστικα, μα πως ξέρει ότι είναι τα αγαπημένα μου;
-Περίμενε, πώς ξέρεις πια είναι η αγαπημένη μου γεύση;
-Ο Μάικ μας έλεγε πάντα τα γούστα σου. Είπε και έσκηψα το κεφάλι... "Συγνώμη δεν έπρεπε να στον θυμήσω"
-Δεν... δεν πειράζει, και πάλι σε ευχαριστωω που ήρθες. Πέρασε μην στέκεσε στην πόρτα.
Περάσαμε μέσα και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιό μου.
-Ωραίο δωμάτιο, δικό σου είναι;
-Ναι, έλα κάτσε στο κρεβάτι, του είπα και του το έδειξα.
Πρέπει να μείναμε σιωπηλοί πάνω από πέντε λεπτά. Το μυαλό μου ταξίδευε σε κόσμους μακρυνούς, όπου ο Βαγγέλης με φίλαγε.
Αν θέλεται μπορείτε να παραλείψετε αυτό το σημείο. Καταλαβαίνετε.
-Εμμμ... είσαι καλά; με ρώτησε ο Βαγγέλης .
-Ναι... ναι απλά αφαιρέθηκα... και...
-Δεν πειράζει τώρα άσεμε να σε κάνω καλά. Μου είπε και έγνεψα.
Τότε σηκώνεται και με πλησιάζει σηκώνει το μαξιλάρι καρδιά και βγάζει ένα σοκολατάκι και το ξετυλίγει. Βάζει το μισό από το σοκολατάκι στο στόμα του και με πλησιάζει. Κάθεται πάνω μου και εγώ ανοίγω τα πόδια μου και δαγκώνω το υπόλοιπο σοκολάτακι και το μασάω αργά και απολαυστικά, το ίδιο κάνει και αυτός. Καθώς μασάμε και οι δυο η καραμέλα κολάει στα δόντια μας. Το στόμα του πλησιάζει και με φιλάει παθιασμένα. Η γλώσσα του εισβάλει στο στόμα μου και παίζει με τη δικιά μου. Βάζει το χέρι του στο κόλο μου και το πιέζει. Μουγκρίζω μέσα στο στόμα του και εκέινος αρχίζει να τον χαϊδεύει. Πέρνω το ένα του χέρι και το βάζω στην άκρη της μπλούζας του. Την τραβάω για να τη βγάλω. Τα χείλοι μας αποχωρίζονται για να βγάλει τη μλούζα του. Τότε βγάζει και τη δικιά μου και θυμηθηκα όταν είδα τα μάτια του να γουρλώνουν πως είχα ξεχάσει να βάλω σουτιέν. Και πριν προλάβω να αντιδρασω πέφτει πάνω μου και με ρίχνει στο κρεβάτι. Δεν ξέρω αν θέλω να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά προς το παρών απολαμβάνω τη στιγμή. Τότε νιώθω το χέρι του στο φερμουάρ του τζιν μου. Αρχίζει να το κατεβάζει αργά αργά. Φανερώνεται το δαντελωτό μου βρακάκι και χαμογελάει πονηρά. Το κατεβαζει πονηρά και βάζει αργα το χέρι του μέσα μου... Αισθάνομαι υπέροχα καθώς το δάχτυλό του πηγαίνει μέσα-έξω, μουγκρίζω από ικανοποίηση. Και φτάνω στο αποκορύφομά μου.
Σηκώνομαι όρθια και αλλάζω το εσώρουχό μου, ντύνομαι και απολαμβάνω άλλο ένα σοκολατάκι.
-Είναι ώρα να φυγω, μου είπε ο Βαγγέλης και τον αποχαιρέτησα, συνοδεύοντας τον στην πόρτα.