Οι σκόνες είχαν στήσει γλέντι τρικούβερτο εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο. Το μπαούλο έμοιαζε να αναβλύζει νεκρές, παγωμένες στο χρόνο αναμνήσεις, που είχαν γίνει πια μικρά, μόλις ορατά κομμάτια και στριφογύριζαν ανέμελα παραδομένα στα νευρωμένα μπράτσα του ανέμου. Έτσι έφευγαν όλο χάρη περνώντας απ' το παράθυρο και χαράζοντας τη δική τους πορεία προς τον ήλιο - θα 'λεγες. Σαν να προσπαθούσαν αυθαίρετα να ξορκίσουν κάθε θύμιση με το φευγιό τους και να αφήσουν χώρο για νέες, ζωντανές, πλημμυρισμένες από ευτυχία αναμνήσεις.
Έτσι ένιωθε εκείνο το πρωί στο σταμιρέικο η Δρόσω, σαν να γύριζε επιτέλους σελίδα και να απελευθέρωνε κάθε άσχημη αράδα αυτού του κεφαλαίου, κρατώντας μόνο όσα άξιζαν. Όλα τα άλλα ήταν απλώς σκόνη.
Για δες! Το φόρεμα του Ιορδάνη είναι αυτό; Χρόνια είχε να το δει! Ατσαλάκωτο ήταν και ίδιο όπως τότε. Να ναι καλά η Λενιώ με τις λεβάντες της. Ανοίγεις κάθε μπαούλο ή ντουλάπι του σπιτιού και ευωδιάζει ο τόπος.
Α! Να κι ο Μούργος! Ένα δάκρυ χαράς κύλησε στο αλαβάστρινο μάγουλό της. Δεν είχε ιδέα ότι τον είχε κρατήσει η Λενιώ. Τελευταία φορά τον είχε δει στα χέρια της μικρής Ασημίνας που προσποιούνταν πως του έδινε λίγο απ' το κατσικάκι της Λενιώς να δοκιμάσει.
Ο Μούργος ήταν το δικό τους κατοικίδιο. Εκείνης και της Παναγιάς της. Πάντα ήθελαν ένα μικρό σκυλάκι, ο πατέρας τους όμως ούτε να τ' ακούσει, ούτε να το δει. Κάποτε τον είχε δαγκώσει ένα κι έτσι κάθε παντέρμο κουτάβι του έφταιγε. Για να μη γκρινιάζουν, λοιπόν, οι μικρές όταν μια μέρα ήρθαν δύο, τρεις πλανόδιοι πωλητές με την πραμάτεια τους στο χωριό, τους αγόρασε ένα πλεκτό σκυλάκι - σαν λούτρινο - από μια μεσόκοπη κυριούλα.- Θα το φροντίζετε σαν να 'ναι ζωντανό κακομοίρες μου! Κι άμα τα καταφέρετε καλά, σαν πάτε στο γυμνάσιο, λύκους ολόκληρους θα σας φέρω!
Έτσι έλεγε περιπαιχτικά ο Γιώργης, ελπίζοντας πως μέχρι τότε ο διακαής τους πόθος θα έχει θαφτεί στο χρονοντούλαπο μαζί με το Μούργο.
Έβγαζε, λοιπόν, πράγματα η Δρόσω και έβγαζε και έβγαζε... Ωστόσο ακόμη αυτό που έψαχνε δε το 'χε βρει. Μα που να το 'χει καταχωνιάσει η Λενιώ;
Ώσπου εκεί που ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, στον πάτο του μπαούλου είδε ένα μικρό κάτασπρο κουτάκι με ένα ανθάκι κεντημένο επάνω του και δίπλα με όμορφα γράμματα κεντημένη μια πολύ γνώριμη στα αφτιά της λέξη: Δρόσω.Το άνοιξε βιαστικά κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Ήταν εκεί κι ήταν τόσο μικρά όλα! Δύο κάτασπρα παπουτσάκια, καλογυαλισμένα που χωρούσαν άνετα στη χούφτα της. Μαζί τους μια μικρή κοδουνίστρα, μενεξεδιά που ο ήχος της έμοιαζε σαν εκείνον που θα μπορούσε να κάνει η νεραϊδόσκονη όταν σκορπάται. Και κάτι ακόμα υπήρχε όμως στο κουτί. Ήταν ένα τοσοδούλι φορεματάκι. Το ξεδίπλωσε και το άπλωσε στα γόνατά της. Είχε στη μέση ένα λιλά φιογκάκι και στο τούλι του κεντημένες λιλά βουλίτσες. Όμορφα ήταν τα βαφτιστικά της! Είχαν γούστο οι γονείς της τελικά! Ωστόσο αυτό δε θα το έπαιρνε μαζί της. Τα παπούτσια και η κουδουνίστρα αρκούσαν. Άλλωστε σημασία είχε πως ερχόταν μωρό, αγοράκι ή κοριτσάκι, ποιος νοιάζεται; Όχι πως δε λαχταρούσε να δει τον Κωσταντή να πνίγει στα φιλιά μια μπουμπού και να προσπαθεί μάταια να της πιάσει τα κοτσιδάκια! Παρ' όλα αυτά το φύλο παρέμενε μικρό κι ασήμαντο. Ένα ήταν το σημαντικό, μέσα της υπήρχε μια ζωή που ήταν όλη δική της και της αγάπης της.
YOU ARE READING
Γλειφιτζούρι Κοκοράκι
FanfictionΜπορούν ένα γλειφιτζούρι και λίγη μαγεία να γίνουν τα καύσιμα για το πιο όμορφο μενεξεδί αεροπλάνο, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι του για τον Παράδεισο; Μάλλον ναι {Από εδώ το πρώτο μου φικ, με το ολόδικό του universe, καθώς έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος...