Είχε απομείνει τώρα στο παγερό δωμάτιο μόνος, περιμένοντας καρτερικά τα γνώριμα, αργά βήματα. Δεν ήξερε γιατί είχε έρθει. Δεν ήξερε γιατί αντί να μείνει σπίτι, να χαρεί τη γυναίκα του και το μωρό τους είχε τόση ανάγκη να κουβαληθεί εκεί. Μπορεί και να ήξερε... Δεν άντεχε όμως να το παραδεχτεί στον εαυτό του.
Τι θα του έλεγε; Πώς ήρθε να περηφανευτεί, να κομπάσει, για το όνειρό του, που κάθε μέρα πραγματοποιείται και ξεπερνά τις προσδοκίες του; Ο ίδιος άνθρωπος, που θα έπρεπε να είναι μαζί του τώρα, πλάι του. Ο ίδιος άνθρωπος που εδώ και εννέα μήνες δεν τόλμησε να πατήσει ούτε μια φορά το πόδι του, δεν προσπάθησε να τον συναναστραφεί με κανέναν τρόπο. Τι ψεύτης... Τι ταρτούφος...
Όχι. Δεν είχε νόημα. Σε μια κίνηση απελπισίας, πανικού σηκώθηκε και έκανε να φύγει. Άκουσε το γνώριμο, αγαπημένο στο βάθος, βάδισμα. Σάστισε. Τότε τον είδε, μπήκε μέσα με το μάτι του, να ξεχειλίζει λαχτάρα, καλά κρυμμένη, ωστόσο σίγουρα υπαρκτή. Ανάθεμά τους. Ήταν αργά.
Κάθισε πάλι. Άκουσε τις χειροπέδες να ξεκλειδώνουν, τον είδε να ξεμουδιάζει τα χέρια του, κάθισε κι εκείνος. Ήταν τα πιο άβολα, τα πιο αμήχανα δευτερόλεπτα της ζωής του. Λες και γνωρίζονταν πρώτη φορά... Πώς έγινε και από βόλους, σε δυο στιγμές κρατούσανε κουμπούρια; Τι έφταιξε και τώρα ο δειλός, υποκριτής εαυτός του κοιμόταν με μια αγκαλιά θαλασσινές ανάσες και μια χούφτα σύννεφα, ενώ εκείνος σκούριαζε, γερνούσε σκόρπιος, στο τσιμέντο. Γιατί έμοιαζε σήμερα πιο ελεύθερος από ποτέ;
- Τι έγινε, χαζομπαμπά; Μετράς ώρες;
- Τις μέτρησα κιόλας.Ένα χαμόγελο μεστό από ευτυχία σχηματίστηκε στα χείλη του. Το βλέμμα του ξάνοιξε.
- Γέννησε;
- Χθες βράδυ.
- Να σου... Να σας ζήσει, ρε Κωσταντή! Τι έκανε;
- "Αγόρι. Ο Γιώργης μας." σήκωσε κάπως απότομα το βλέμμα του, για ν' αντικρίσει την αντίδρασή του.Ήταν ήρεμος. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Ευτυχισμένος, λυτρωμένος. Ένιωσε λες και ο αέρας δεν ήταν αρκετός για λίγο. Ωστόσο εκείνος, που μόνο να τον δει χαρούμενο είχε ανάγκη, συνέχισε:
- Και... Πόσες φορές λιποθύμησες μέχρι να τον κρατήσεις στα χέρια σου;
Χαμογέλασε. Σχεδόν φοβόταν. Πώς τα κατάφερνε; Πώς μπορούσε τη μια στιγμή να είναι σωστό κτήνος και την επόμενη να φέρνει πίσω τον... Τον αδερφό του. Εκείνον που θα ήθελε χθες στο πλάι του. Εκείνον τον εαυτό, που αν όλοι τον είχαν γνωρίσει, κάνεις δε θα τον καταδίκαζε. Ήταν όμως αρκετό; Ήταν αρκετή μια καλή στο βάθος καρδιά, ώστε να προσπεράσει τόσες χαμένες ζωές;
أنت تقرأ
Γλειφιτζούρι Κοκοράκι
أدب الهواةΜπορούν ένα γλειφιτζούρι και λίγη μαγεία να γίνουν τα καύσιμα για το πιο όμορφο μενεξεδί αεροπλάνο, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι του για τον Παράδεισο; Μάλλον ναι {Από εδώ το πρώτο μου φικ, με το ολόδικό του universe, καθώς έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος...