Ζωγραφιά

369 10 0
                                    

- Εγώ θα πρέπει να φύγω, έχουμε κάποιες εκκρεμότητες με την τράπεζα, αλλά απαλλάσσεσαι χαζομπαμπά, έτσι γιατί είσαι σκέτη απόλαυση όταν τρέχεις για το παιδί σου.
- Αδερφός να σου πετύχει... Εγώ εδώ και δέκα μέρες, από τότε που μπήκε ο Μάης, έχω τρελαθεί στο άγχος και την αγωνία κι εσύ με δουλεύεις.
- "Σταμάτα μωρέ, με το παράπονο στο στόμα είσαι!" είπε και του τσίμπησε χαϊδευτικά το μάγουλο, ξυπνώντας μνήμες απ' την παιδική του ηλικία.

Αυτή ήταν συνήθεια του Κλοντ, με αποτέλεσμα κάθε που ερχόταν από το Παρίσι, ο μικρός Κωσταντής να προσπαθεί να σκαρφιστεί χίλιες και μία δικαιολογίες, ώστε να είναι απών. Τώρα θα πλήρωνε αδρά, για να τους συναναστραφεί έστω και λίγο, ειδικά την Αννέτ, που θα ήταν σίγουρα τρισευτυχισμένη, αν γνώριζε για το γλειφιτζούρι τους, το οποίο ήταν καθ'οδόν. Ίσως και να γνωρίζει... Ίσως να βρίσκονταν κάπου εκεί πάνω όλοι τους και να είχαν  γαληνέψει πια. Εκείνη, ο καημένος ο Κλοντ, ακόμα και ο πατέρας του, ακόμα και ο... Όχι. Σ' αυτόν δεν άξιζε γαλήνη.

Τελικά ο Νικηφόρος έφυγε κι εκείνος έμεινε μόνος του, καθισμένος στην κουνιστή καρέκλα του ημιτελούς βρεφικού δωματίου. Δίπλα ήταν ακουμπισμένη μια μικρή βαλίτσα, όπου συγκέντρωναν τα μωρουδιακά. Για δες, λοιπόν, που ήρθε η ώρα τους να τακτοποιηθούν... Ένας βαθύς, ανήσυχος και ταυτόχρονα ενθουσιώδης στεναγμός του ξέφυγε, που κατάφερε να εξαφανίσει όλους τους πρότερους λογισμούς.

Πήρε ένα κουβερτάκι, από τη βαλίτσα στα χέρια του. Πόσο μαλακό ήταν... Όλο χνούδι. Πόσο όμορφα μύριζε... Λεβάντα. Σε λίγες μέρες από τώρα θα βρισκόταν στην ίδια θέση, μόνο που αυτή τη φορά δε θα το κρατούσε άδειο και τότε θα ήταν ακόμη πιο απαλό, πιο βελούδινο, θα μύριζε ακόμη πιο ωραία. Ένα χαμόγελο είχε παγιωθεί, ολόφωτο στα χείλη του. Έσφιξε τα δόντια για να μη βάλει πάλι τα κλάματα. Δεν ήταν μια και δύο οι φορές σήμερα άλλωστε, όσο συναρμολογούσαν τα έπιπλα, για το παιδικό, με τον Νικηφόρο, που κάποια σφυριά αντί να καταλήξει στο καρφί για το οποίο προοριζόταν, κατέληγε στο δάχτυλό του, καθώς τα βουρκωμένα μάτια του εμπόδιζαν το οπτικό του πεδίο.

- Κωσταντή!

Πανικοβλήθηκε για μια στιγμή. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ήταν ήδη στο δωμάτιο.

- Δροσοσταλίτσα μου, πονάς;
- Όχι μωρέ! Σταμάτα να γίνεσαι σαν το πανί, κάθε φορά, που σε φωνάζω! Βοήθεια θέλω, δε... Δε μπορώ να σηκωθώ απ'το κρεβάτι.

Αυτή την τελευταία φράση την είπε παραπονιάρικα, τάχα θλιμμένα κι ήταν το πιο γλυκό πράγμα, που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Της χαμογέλασε. Κάθισε κοντά της και της χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο.  Ένα φιλί παρατεταμένο, που θα βοηθούσε πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε λόγια παρηγοριάς.

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora