Δέκα και επτά πρώτα λεπτά

434 12 0
                                    

Ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί. Την κοίταζε σαστισμένος, ένιωθε ξαφνικά μετέωρος ανάμεσα στον τρόμο, τον ενθουσιασμό, την αγωνία του. Ζαλίστηκε. Κρατήθηκε από τη συρταριέρα για να μην πέσει. Άκουσε ένα πηχτό βογγητό. Γύρισε το βλέμμα του. Εκείνη άγγιζε χαμηλά την κοιλιά της και είχε στηρίξει το σώμα της στο μπράτσο του. Είδε το βλέμμα της. Ήταν βουρκωμένη, φοβισμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να ανασυνταχθεί, τον είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ και οι δυο τους. Έπιασε προσεκτικά τη μέση της, ύστερα τα πόδια της και τη σήκωσε στα χέρια του.

Το φόρεμα της ήταν υγρό, έσταζε ακόμη. Η σάρκα της έμοιαζε πιο ξύλινη, πιο μεταλλική κι όμως ίδια σύννεφο στο εσωτερικό της. Ίδια βούτυρο ξεχασμένο δίπλα σε κάποιο τσαγερό το Μάη μήνα. Έβγαλε ένα ακόμη επιφώνημα, καθώς παγίωσε τη θέση της στα χέρια του.

- Κωσταντή, θα σε πιάσει η μέση σου!
- Τίποτα δεν παθαίνω κι εσύ μη μου αγχώνεσαι, όλα θα πάνε τέλεια. Εδώ είμαι.

Την κάθισε στο κρεβάτι και τη βοήθησε να αλλάξει, να φορέσει το νυχτικό της. Τα χέρια του έτρεμαν και προσπαθούσε μάταια κι όμως σκληρά να το κρύψει. Εκείνη ήταν σαστισμένη, παρέμενε ακόμη παγωμένη, κάπως άκαμπτη, οι κινήσεις της, γίνονταν φειδωλά και μηχανικά με το κοίταγμά της να είναι απορροφημένο στο υπερπέραν. Οι πόνοι έρχονταν με διαστήματα ανάμεσά τους και δεν είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ δυνατοί, ωστόσο γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Δε μπορούσε να σταματήσει τα δόντια της, που κροτάλιζαν κάποιες φορές, ήταν τρομοκρατημένη και δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό της.

Εκείνος την έβαλε να ξαπλώσει και τη σκέπασε με το σεντόνι. Γονάτισε δίπλα της. Του έσφιξε το χέρι, λίγο περισσότερο απ' όσο κατά τη διάρκεια όλης της κίνησης. Είδε το πρόσωπό της να συσπάται. Άγγιξε με την παλάμη του το μέτωπό της, την φίλησε στη μύτη.

- Φώναξε καρδούλα μου, αν το έχεις ανάγκη. Είμαι ψύχραιμος, στο υπόσχομαι.
- Πέρασε. Μην ανησυχείς, κάτσε να μπούμε στους δυνατούς πόνους...
- "Όλα καλά θα είναι. Θα σπρώξεις δύο φορές και θα βγει στο λεπτό το γλειφιτζούρι μας." φίλησε την κοιλιά της στοργικά, παρατεταμένα. "Πρέπει να φύγω, για πέντε λεπτά μόνο, να φωνάξω τη Ρίζω."

Πήγε να σηκωθεί. Εκείνη, που τόση ώρα δεν είχε ελευθερώσει στιγμή το χέρι του, το έσφιξε δυνατά. Πλησίασε πάλι κοντά της.

- "Μη φύγεις! Φοβάμαι Κωσταντή. Δεν περίμενα να νιώθω έτσι κι όμως..." τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ'τα μάγουλά της "Ξύπνησαν μνήμες από την τελευταία φορά. Φοβάμαι. Τότε δεν με ένοιαζε, είχα ζητήσει απ'το Θεό να πάψει να χτυπάει η καρδιά μου, όταν πρωτοακουστεί το κλάμα του, τώρα δεν είναι το ίδιο. Θέλω να πάει καλά, τρέμω και για τους δυο μας, γιατί η ζωή μου πλέον έχει νόημα και δε θέλω να σε χάσω, αλλά αν..." η φωνή της έσπαγε, οι ανάσες της ήταν κόφτες, βιαστικές, λες και τις κυρίευε η ενοχή που έκαναν το συνηθισμένο, απαραίτητο δρομολόγιό τους "Αν συμβεί  οτιδήποτε, η ζωή του είναι πολύ πιο σημαντική απ'τη δική μου. Θα τα καταφέρεις χωρίς εμένα, αρκεί εκείνο..."

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora