Μάτια αρτιγέννητα

230 5 0
                                    

Γιώργης: Αυτό είναι το όνομά μου.

Βέβαια εκείνος ο κύριος με τα γένια και τα μαύρα ρούχα δεν το ξέρει. Με πέρασε για κάποιον "Γεώργιος". Φαίνεται δεν του αρέσει το όνομά μου, γιατί δε μπορεί να με μπέρδεψε. Ήμουν εκεί με τόσους ανθρώπους. Κάποιος θα του το έλεγε. Πάντως ούτε εμένα μου άρεσε το καπέλο του, αλλά δεν προσπάθησα να τον πνίξω!
Κάθε φορά που έλεγε εκείνο το "Γεώργιος" με βύθιζε με δύναμη στο νερό. Δε μου είχε φέρει καν το παπάκι μου! Δεν ήμουν καν στην αγκαλιά του αρκούδου!

Έβαλα κι εγώ τα κλάματα. Κάτι κλάματα... Σήκωσα τον κόσμο! Ήμασταν κάπου που στους τοίχους δεν άρεσε η φωνή μου και μου την έστελναν πίσω να τη γυρίσω στο λαιμό μου. Έκλεινα εγώ το στόμα μου, για να αποφύγω το νερό και για να μην μου δώσουν πίσω τη φωνή μου οι τοίχοι. Ωστόσο αυτοί ήταν πονηροί. Τη γύριζαν στα αφτιά μου κι εγώ άκουγα το ίδιο το κλάμα μου δύο και τρεις φορές.

Έκλαψα. Έκλαψα δυνατά και πολύ, όμως σίγουρα όχι όσο ο αρκούδος. Ο αρκούδος μου είχε γίνει κόκκινος σαν παντζάρι. Κι εγώ έκλαιγα περισσότερο μήπως και με δώσουν στα χέρια του να τον ηρεμήσω. Τίποτα εκείνοι. Άκαρδοι όλοι τους!

Κι αυτός προσπαθούσε να με σώσει. Στην πρώτη βουτιά, όταν βγήκα αλαφιασμένος, βρεγμένος από δάκρυα και νερά πλησίασε πιο κοντά στο μαυροφορεμένο άνδρα και του κράτησε τον καρπό, κάτι του είπε, αλλά η νεράιδα τον τράβηξε από πίσω και τελικά μείναμε και οι δύο αβοήθητοι, με τον αρκούδο μου απογοητευμένο.

- Παπά - Γρηγόρη, δε φτάνει μία; Κοίτα τον έχει πλαντάξει. Τι γελάς; Η ψυχούλα μου... Υποφ- Μα ρε Δρόσω δες!

Μια, δύο, τρεις μαρτυρικές φορές και τελικά τα κατάφερα! Βγήκα ζωντανός, όμως παγωμένος. Μέχρι να με τυλίξουν με την άσπρη πετσετούλα νόμιζα ότι θα γίνω παγωτό.  Τελικά με έκλεισαν μέσα της και ήταν μεγάλη, τόση που η δαντέλα έφτασε στη μύτη μου κι εγώ την έπιασα και ξεκίνησα να τη δαγκώνω γιατί κανείς δε σκέφτηκε να φέρει την πιπίλα μου.

Η νεράιδα την τράβηξε από το στόμα μου και σε αντάλλαγμα μου έδωσε ένα φιλί. Μου είπε πως ήμουν πολύ γενναίος και έπιασε ένα από τα χέρια μου, να το φιλήσει κι αυτό. Έκλαψε κι εκείνη λίγο όσο με έπνιγαν. Την είδα που σκούπιζε ένα δάκρυ με την άκρη του δακτύλου της δεν έκανε ποτέ όμως κάτι να με σώσει. Δεν πειράζει... Της το συγχωρώ. Είναι πολύ όμορφη για να κλάψει περισσότερο, δε θέλω να τη βλέπω λυπημένη. Δε θέλω και να της θυμώνω γιατί μετά μπορεί να μη θέλει να μου ξαναδώσει από το γλυκό που έχει στην αγκαλιά της, σε εκείνες τις δύο βρυσούλες.

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ