Ο καφές, ζεστός, έρεε κάνοντας το γνωστό, απολαυστικό θόρυβό του. Ο ατμός λυκνίζονταν αγέρωχος, κουβαλώντας μαζί του τούτη την ευλογημένη μυρωδιά. Αυτή, που έμοιαζε να πλημμυρίζει το χώρο, να τον σκεπάζει σαν μια κουβέρτα, σαν μια αγκαλιά. Ακούμπησε τα δύο, γεμάτα φλιτζάνια στο τραπέζι. Τοποθέτησε το κέικ της Ελένης στο κέντρο και επιμελήθηκε μερικές ακόμη λεπτομέρειες, ώσπου το πρωινό ήταν καθ'όλα έτοιμο.
Κανείς θα περίμενε πως εκείνη θα ήθελε να τον περιποιηθεί σήμερα, ωστόσο ο Γιώργης είχε άλλα σχέδια. Δύο μήνες τώρα δεν είχε περάσει πιο ανήσυχη βραδιά. Διαρκώς υπήρχε κάτι που τον ενοχλούσε κι εκείνοι σηκώνονταν εξουθενωμένοι, να το εξαλείψουν.
Το κλάμα του αντήχησε ξανά στο χώρο, την ίδια ακριβώς στιγμή, που τα χείλη του πλησίασαν τις φουσκάλες του αχνιστού καφέ, λαίμαργα, έτοιμα να ρουφήξουν την πρώτη απολαυστική γουλιά. Αντ' αυτού βρέθηκε να τρέχει προς το δωμάτιο και ένα λεπτό μετά βρισκόταν πάνω από την αλλαξιέρα, με τα χέρια του κάτασπρα από την πούδρα.
Τύλιξε με επιμέλεια τα βελούδινα και ελαφρώς συγκαμένα μπουτάκια στην πάνα. Κρατούσε τώρα τα άτακτα, μικρά πόδια με τα τεράστια χέρια του κι εκείνα κινούνταν απότομα, γρήγορα χαρίζοντας χαριτωμένες κλωτσιές στην ατμόσφαιρα. Τούτα τα αγγίγματα ήταν, που εξαφάνιζαν αυτόματα, ακαριαία την κούρασή του. Δίχως δεύτερη σκέψη όρμησε στα μαλακά, μωρουδιακά πέλματα, τα οποία βρέθηκαν τελικά στο πρόσωπό του, να πνίγονται στα πιο στοργικά φιλιά. Έτσι τον ταλαιπώρησε για λίγο, μέχρι που ο μικρός υπναράς, αποφάσισε να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, αποκαμωμένος από τα μεταμεσονύκτια καμώματά του, εγκαταλείποντας τους γονείς του τρισευτυχισμένους, ωστόσο άυπνους.
Έκλεισε την πόρτα του βρεφικού δωματίου και άνοιξε μια άλλη αντικρίζοντας ένα θέαμα, τουλάχιστον αναγεννησιακό στα δικά του μάτια. Ήταν εκείνη. Κοιμόταν βαριά κι όμως η παρουσία της ήταν πιο αιθέρια από ποτέ. Ήταν τυλιγμένη άτσαλα ανάμεσα στα σκεπάσματα, μ' αυτά να την περιβάλλουν και να δένονται τυχαία γύρω απ'το κορμί της.
Το πάνω μέρος του ποδιού της ήταν ακάλυπτο, αφήνοντας τον μεταξένιο γλουτό της ανυπεράσπιστο, απέναντι στα καστανά, σφόδρα ερωτευμένα μάτια. Ένα μειδίαμα βασίλευε στα υγρά, πρότερα δαγκωμένα χείλη του. Τα γαλανά ματόκλαδα ήταν περιτριγυρισμένα από ελαφρώς καφετί κύκλους, οι οποίοι δεν ήταν παρά αποτέλεσμα των κατορθωμάτων, της πιο ευπρόσδεκτης παρουσίας. Πόσο ένοχος ένιωθε πλησιάζοντας τα χέρια του στις κουρτίνες; Πόσο αναιδής, αδαής, που θα τολμούσε να χαλάσει εκείνη την παγωμένη στο χρόνο στιγμή;
أنت تقرأ
Γλειφιτζούρι Κοκοράκι
أدب الهواةΜπορούν ένα γλειφιτζούρι και λίγη μαγεία να γίνουν τα καύσιμα για το πιο όμορφο μενεξεδί αεροπλάνο, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι του για τον Παράδεισο; Μάλλον ναι {Από εδώ το πρώτο μου φικ, με το ολόδικό του universe, καθώς έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος...