- Τι 'ναι, ρε μπομπιράκο, τη βροντή φοβάσαι;
Το μικρό κορμάκι φώλιασε, κουλουριασμένο στο μπράτσο του, ήταν ανήσυχο, έτρεμε κάπως. Εκείνος άφησε ένα φιλί ανάμεσα στα μεταξένια, ξανθά μπουκλάκια. Κοίταξε ψηλά. Τα σύννεφα ήταν γκρίζα, η ατμόσφαιρα κάπως μουντή. Το βλέμμα του τράβηξε μια ξαφνική λάμψη, που έσκισε τον ουρανό και διαπέρασε το αφράτο στρώμα βαμβακιού, που αιωρούταν πάνω από τα κεφάλια τους. Μια ακόμη βροντή ακούστηκε, πιο δυνατή. Ο Γιώργης έβαλε τα κλάματα και εκείνος τον έσφιξε, λίγο περισσότερο, στην αγκαλιά του.
- Προλαβαίνουμε, δεν προλαβαίνουμε να πάμε στο ξενοδοχείο.
- Μην υπερβάλλεις, βρε Δροσοσταλίτσα, έχουμε χρόνο, απλώς σιγά σιγά ας τα μαζ- Αμάν!
Μια σταγόνα προσγειώθηκε στη μύτη του και τον διέψευσε πανηγυρικά. Έπειτα μια ακόμη στο αφτί του και προτού προλάβουν, καλά καλά, να τυλίξουν το μάλλον τρομαγμένο πλασματάκι, στην κουβέρτα του και να το τοποθετήσουν στο καρότσι, η βροχή είχε ήδη αρχίσει.
Το πράσινο του πάρκου ξεχώριζε πια, αφού σε δευτερόλεπτα όλοι οι ξένοιαστοι παραθεριστές, που είχαν απλώσει τις κουβέρτες τους και απολάμβαναν τη φύση, έτρεχαν να βρουν υπόστεγο, ώστε να παραμείνουν στεγνοί.
Το ξενοδοχείο δεν απείχε πολύ και έτσι, προκειμένου να μην κρυολογήσει ο Γιώργης, η μεγάλη απόφαση πάρθηκε. Έβγαλε το πανωφόρι του και το κράτησε τεντωμένο πάνω από εκείνη και το καρότσι. Τι κι αν ο ίδιος έμενε σχεδόν ακάλυπτος; Φτάνει να μη βρεχόταν το πορσελάνινο πρόσωπό της και τα αφράτα μπουτάκια, που κινούνταν αναστατωμένα τώρα, ωστόσο στεγνά.
Ξεκίνησαν, λοιπόν, να τρέχουν στις λεωφόρους του Παρισιού, με την καρδιά του να σχίζεται, ακούγοντας το γοερό κλάμα του μικρού, που όμως δεν υπήρχε χρόνος να το σταματήσουν. Η μπόρα δυνάμωνε όλο και περισσότερο κι εκείνη, η πρώτη τους νύχτα, είχε γίνει μούσκεμα πια, τόσο που έλεγες πως τα αστέρια θα χρειαζόταν σίγουρα στύψιμο.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι κι εκείνοι συνέχιζαν το Μαραθώνιο. Τα φώτα καθρεφτίζονταν στις λακκούβες τριγύρω κι έκαναν το ευτράπελο, που τους συνέβη να μοιάζει πανηγυρικό. Κάθε λογής χρώματα έλαμπαν, πιο έντονα τώρα, από ποτέ κι αντανακλούσαν σε κάθε σταγόνα, που αφήνονταν ελεύθερη από τον ουρανό, να προσγειωθεί στο χώμα. Τα δέντρα, τα επιμελώς κλαδεμένα, με το πλούσιο φύλλωμά τους να δεσπόζει, φάνταζαν να αγαλλιάζουν και να δέχονται πρόθυμα το δώρο αυτό της φύσης, που θα τα ξεδιψούσε για δύο ζωές, μιας και έμοιαζε περισσότερο με κατακλυσμό, παρά με απλή καταιγίδα.
YOU ARE READING
Γλειφιτζούρι Κοκοράκι
FanfictionΜπορούν ένα γλειφιτζούρι και λίγη μαγεία να γίνουν τα καύσιμα για το πιο όμορφο μενεξεδί αεροπλάνο, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι του για τον Παράδεισο; Μάλλον ναι {Από εδώ το πρώτο μου φικ, με το ολόδικό του universe, καθώς έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος...