Και κάπως έτσι, ήταν κιόλας Απρίλης. Είχε νυχτώσει. Σε λίγες ώρες θα ανασταινόταν ο Χριστός. Οι δυο τους είχαν ξαπλώσει. Η Δρόσω κουραζόταν εύκολα πια και αφού θα ξενυχτούσαν το βράδυ, λίγη χαλάρωση ήταν απαραίτητη. Εκείνος πάλι δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία για λίγο χουζούρεμα στην αγκαλιά της.
Το χέρι του σύρθηκε νωχελικά, αναζητώντας τη συνηθισμένη του θέση στη φουσκωμένη, για τα καλά πλέον, κοιλιά της. Μα που είχε πάει; Άνοιξε νυσταλέα τα βλέφαρά του.Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο με βηματισμό νωθρό, με τα μαλλιά του ανακατεμένα και το στόμα του ξερό.
- Δρόσω, που είσαι;
Την είδε στο σαλόνι. Είχε κουβαλήσει ως εκεί τον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Πόσες φορές έπρεπε πια να της πει, να μη σηκώνει βάρη; Ώρες ώρες ένιωθε να έχει παντρευτεί μια κόπια της Ελένης!
Γύρω της ήταν στοιχισμένα μια ντουζίνα - και βάλε - φορέματα. Άλλα στις κρεμάστρες τους, άλλα πρόχειρα αφημένα στον καναπέ ή στην πολυθρόνα. Τώρα είχε φορέσει το κίτρινο. Το ίδιο φόρεμα με το οποίο τραγουδούσε εκείνο το βράδυ στην Πανδώρα. Όταν αυτός την χάζευε έκθαμβος και κυρίως ένοχος με τις σκέψεις του, για την αναβολή του γάμου, με τις ερινύες του, να του ξεσκίζουν σκαιά κάθε αναλγητικό λογισμό που τολμούσε, να κάνει μια προσπάθεια. Ποιός να φανταζόταν, ότι λίγους μήνες αργότερα θα περίμεναν καρτερικά το γλειφιτζουράκι τους;
- Πανέμορφη είσαι! Να σε κουμπώσω; Δροσούλα μου, κλαίς;
- Ρώτα με πρώτα αν κουμπώνει και ύστερα προσφέρεσαι! Τίποτα δε μου κάνει! Ένα φουστάνι δεν έχει κλείσει ως τώρα! Δε θέλω να κυκλοφορώ μόνο με τα τσουβάλια! Έχω γίνει σαν αγελάδα, δεν αντέχω άλλο!Ξεκίνησε να τραβάει βίαια το φερμουάρ. Ακούστηκε ένας μακρόσυρτος ήχος. Σκίστηκε. Έπεσε άτσαλα στον καναπέ και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Κωσταντής την κοίταζε διστακτικά. Τελευταία είχε τέτοια κυκλοθυμικά ξεσπάσματα, ωστόσο συνήθως ήταν πιο συγκρατημένα.
Κάθισε δίπλα της.Έπιασε απαλά το σαγόνι της και σήκωσε το κεφάλι της ώστε να τον κοιτάζει. Της σκούπισε τα δάκρυα. Έπειτα έκλεισε τα χέρια της στα δικά του και την τράβηξε ελαφρώς, ώστε να τη σηκώσει, πράγμα που κατάφερε κι ας αντιστάθηκε κάπως εκείνη.
Προχώρησαν και στάθηκαν μπροστά στον καθρέφτη. Τύλιξε τα χέρια του στην κοιλιά της. Πλησίασε το κεφάλι του στον ώμο της και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό κι ένα ακόμη στον ώμο.
KAMU SEDANG MEMBACA
Γλειφιτζούρι Κοκοράκι
Fiksi PenggemarΜπορούν ένα γλειφιτζούρι και λίγη μαγεία να γίνουν τα καύσιμα για το πιο όμορφο μενεξεδί αεροπλάνο, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι του για τον Παράδεισο; Μάλλον ναι {Από εδώ το πρώτο μου φικ, με το ολόδικό του universe, καθώς έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος...