Οικογένεια Ανόητων

298 6 0
                                    

- Καλώς το μου!

Το φιλί της, που διεκδίκησε αυθόρμητα δεν το πήρε ποτέ, ούτε εκείνος, ούτε το γλειφιτζούρι τους, που κείτονταν ξένοιαστο, πειράζοντας με μανία το αφτί του μπαμπά του. Ήταν χαρακτηριστική του κίνηση και τελευταία την έκανε όλο και πιο συχνά. Ο Κωσταντής, που είχε μάθει να τον ψυχολογεί καλύτερα απ'τον καθένα, έλαβε το μήνυμα που έπρεπε.

- Νύσταξες ρε μπόμπιρα; Έλα πάμε να κάνουμε νάνι. Η μανούλα θα 'ρθει;

Την τελευταία του πρόταση την είπε πιο δυνατά, απευθυνόμενος σ' εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε. Στεκόταν μπροστά από το παράθυρο, λέξη δεν είχε αφήσει να ξεμυτήσει από τα χείλη της, τα είχε σφαλίσει ερμητικά. Την πλησίασε, με τον  Γιώργη να έχει σχεδόν αποκοιμηθεί στον ώμο του. Τη χάιδεψε, έσπρωξε απαλά τα χρυσά της μαλλιά εγκαταλείποντας το γυμνό λαιμό της, ευτυχές έρμαιο των φιλιών του.

- "Τι έχεις;" δύο λέξεις μπλεγμένες, που ειπώθηκαν κρυφά, σχεδόν βουβά κι έμοιαζαν να τυλίγονται στο κόκαλο του λαιμού της, εκεί όπου είχαν εγκατασταθεί προσωρινά τα χείλη του.

- Τίποτα. Καλά είμαι.

- Δρόσω κλαίς;

Όχι, δεν έκλαιγε. Δεν άφησε τα βλέφαρά της να δακρύσουν κι ας το είχαν τόση ανάγκη. Μονάχα ένα από τα δάκρυά της επαναστάτησε, κατάφερε να συρθεί σβέλτα και να κρεμαστεί μετέωρο στις βλεφαρίδες της. Κατάπιε απότομα, να το σταματήσει. Δεν έκλεισε τα μάτια της, μην τυχόν και το αφήσει να τρέξει. Δεν χάθηκε στα δικά του, δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει και που έμενε δίπλα του, παρακινδυνευμένο ήταν.

- "Εεεεϊ εσύ είσαι έτοιμη να πλαντάξεις!" έσυρε στιγμιαία τον αντίχειρα του στο μάγουλό της. Ίσα που πρόλαβε να βουλιάξει το μήλο του δακτύλου του στο λακκάκι της, εκείνη τινάχτηκε και σε μια στιγμή βρισκόταν ήδη στην πόρτα.

- Βάλε το μικρό για ύπνο, σε παρακαλώ. Ξέχασα την τσάντα μου στη μπουτίκ. Πηγαίνω να την πάρω και επιστρέφω.

Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη κι έμεινε τελικά, να σπρώχνει ελαφρά τη σαρμανίτσα, ανάμεσα στον Παπουτσωμένο Γάτο, την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κοντορεβυθούλη, βράζοντας στο καζάνι του. Δεν ήξερε αν ζήλευε, μάλλον όχι. Περισσότερο ανησυχούσε για εκείνη. Το προηγμένο βράδυ ήταν ανεξήγητα χαρούμενη, ήρεμη, πιο πλήρης από κάθε άλλη νύχτα. Ήταν διαφορετική η αντανάκλαση του δειλινού στα μάτια της χθες, πιο μενεξεδιά και σήμερα ούτε οι αχτίδες του μεσημεριού δεν κατάφεραν να ζεστάνουν το ψυχρό της κοίταγμα. Κάτι συνέβαινε και η άγνοιά του, εκείνα τα πνιγμένα δάκρυά της δεν του επέτρεπαν να ησυχάσει.

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin