Καραμελάκι

419 7 0
                                    

- Αν της πούμε ότι αρρωστήσαμε;

- Κωσταντή μου, σε μια δεξίωση μας κάλεσε η κοπέλα, δε μας στέλνει στο σφαγείο.

Ξεφύσησε εκνευρισμένα, δήθεν. Εκείνη ζούλιξε τα μάγουλά του, κάπως βιαστικά και στράφηκε στο καρότσι.

- Ναι, αλλά κοίτα το γιό σου, που θα είστε ταιριαστοί σήμερα.

Γύρισε προς το μέρος του, με τον μικρό στην αγκαλιά της, προκαλώντας ένα κύμα γέλιου, το οποίο διέλυσε την ησυχία, που επικρατούσε πρότερα. Το γλειφιτζούρι τους, τούς παρακολουθούσε τώρα αδιάφορο, νυσταλέο ίσως, μέσα από ένα τοσοδούλι, φίνο κοστούμι, που περισσότερο έμοιαζε να τον καταπίνει. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι με ασορτί σακάκι και από μέσα ένα λευκό πουκάμισο. Το συνολάκι είχε και παπιγιόν, ωστόσο ο μικρός τζαναμπέτης ποτέ δεν το συμπάθησε κι έτσι επικύρωσε, για μια ακόμη φορά, το ποσό ίδιοι ήταν με τον μπαμπά του, που ο ανοιχτός, ελεύθερος γιακάς, ήταν η αδυναμία του.

Πλησίασε και άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος τους. Εκείνη τον παρέδωσε στα μπράτσα του, με αυτόν να στέκεται καμαρωτός μπροστά από τον καθρέφτη. Έφτιαξε λίγο τη φράτζα του, έπειτα απορροφήθηκε στο να περιποιείται τις ξανθιές μπούκλες του Γιώργη. Όταν τελικά ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, σκούντηξε παιχνιδιάρικα τη μικρή μυτούλα, προκαλώντας στο πορσελάνινο πρόσωπο μια ελαφριά γκριμάτσα και ένα ακαθόριστο γελάκι, που περισσότερο επιφώνημα θύμιζε.

- Τυχερούλα, δες τι άντρες σε συνοδεύουν!

Έριξε ένα χαμόγελο γεμάτο καμάρι και φίλησε το μέτωπο του Γιώργη, που άπλωσε τα χέρια του απευθείας στα μαλλιά της. Τα μικρά δάχτυλα μπλέχτηκαν στις ξανθιές τούφες, ωστόσο γρήγορα κατάφεραν να απομακρυνθούν, με τη βοήθεια του μπαμπά, που έλαβε ως επιβράβευση ένα ζουμερό, σαν πολλά υποσχόμενο φιλί στα χείλη του.

- Πανέμορφη μου είσαι! Να έχω το νου μου, μη σε κλέψουνε.

Εκείνη γέλασε, ωστόσο αυτή η φράση δε θα μπορούσε, να είναι πιο προφητική. Η νύχτα -η τελευταία του ταξιδιού τους - ήταν νέα, όπως πάντα και επιφύλασσε εκπλήξεις, για τους ανυποψίαστους ήρωές μας, που ήλπιζαν μονάχα σε μια υποφερτή βραδιά.

~•~

Είχαν περάσει λίγες ώρες, είχε βραδιάσει για τα καλά. Σε κάποιο δρόμο του Παρισιού, που ορδές κόσμου έκαναν τη βραδινή τους βόλτα. Κάποιοι περπατούσαν γοργά, στοχευμένα, γυρνώντας σπίτι από τη δουλειά ή φροντίζοντας να μην αργήσουν σε κάποιο ραντεβού. Άλλοι απολάμβαναν το κάθε τους βήμα, λες και οπότε το πέλμα τους συναντούσε το έδαφος, τα μάτια τους τραβούσαν μια φωτογραφία, απαθανατίζοντας τη στιγμή.

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora