Ταξίδι άνευ προορισμού (μέρος 2ο)

200 3 10
                                    

Οι δύο καρδιές είχαν σταματήσει ταυτόχρονα προσμένοντας μαρτυρικά να χτυπήσει μιαν άλλη.

Σιγή.

- Ρίζω;

- Σώπα κορίτσι μου...

Ένα λεπτό.

- Κωσταντή, το μωρό μας! ΡΊΖΩ ΚΆΝΕ ΚΆΤΙ!

Μα αυτή τη φορά δεν της απάντησε, μόνο εξακολούθησε τα νευρικά χτυπήματα στο μελανιασμένο, τοσοδούλι σώμα.

Ένα λεπτό και δέκα δευτερόλεπτα.

Χώθηκε στο στήθος του και έκλαιγε. Έκλαιγε όπως μονάχα μια φορά είχε κλάψει στη ζωή της. Ίδιος ήταν τώρα ο κοπετός της με εκείνη τη νύχτα, μετά το φόνο του Σέργιου. Σπάραξε σαν μικρό παιδί, ανήμπορη να πράξει. Μην ήταν το σύμπαν που την εκδικούνταν; Ή ο θεός; Όποιος, τέλος πάντων, από εκεί πάνω άναβε κι έσβηνε κεριά, δεν είχε δικαίωμα να τη βυθίζει στο σκοτάδι.

Ύβρις! Κι αυτό ήταν μάλλον η Τίσις, για να επέλθει η πιο άδικη Νέμεσις.

Δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει, δεν ήθελε να καταλαβαίνει. Ήθελε να βουτήξει μέσα του, να μην φύγει ποτέ από την αγκαλιά του. Χρειαζόταν την προστασία του. Είχε ανάγκη να τον δει ξανά να διορθώνει τα πάντα, να σώζει το αεροπλάνο τους από τη συντριβή. Κι εκείνος έστεκε, τέλειος αρλεκίνος, να προσεύχεται σε κάποιο άγνωστο άστρο, με κάθε του πόρο να ξερνάει τη ζωή από μέσα του.

Ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα.

Η Ασημίνα σφάλισε το στόμα της με τα χέρια της. Άφησε τα δάκρυά της να τρέξουν και όρμησε να αγκαλιάσει την αδερφή της. Κόλλησε τα χείλη της ανάμεσα στις ξανθές και ιδρωμένες μπούκλες τις Δρόσως και τη φιλούσε.

- Σώπα κοριτσάκι μου, σώπα...

Ένα λεπτό και μισό.

Κι ο κοκκινολαίμης όρθωσε το στήθος του, τίναξε τα φτερά του κι έκανε μια στερνή μανούβρα στο δωμάτιο. Προειδοποίησε για αυτή τη δεύτερη εισβολή με ένα τιτίβισμα, που στην εκπνοή του, πάρθηκε η πιο πολύτιμη ανάσα και ένα τσιριχτό, ταλαιπωρημένο, σαν νιαούρισμα κλάμα έλουσε την ατμόσφαιρα. Ο Κωσταντής άνοιξε τα μάτια του και τα άφησε να αδειάσουν, την ίδια στιγμή που η Δρόσω και η Ασημίνα άφησαν δυο κραυγές μεστές από ανακούφιση.

- Κοίτα δω μια πεισματάρα. Το αίμα μας έκοψες, βρε!

- Κορίτσι είναι; Κωσταντή ακούς;

Γύρισε και τον κοίταξε με το πιο λαμπερό της βλέμμα. Είχε κολλήσει όλο του τον κορμό στο κεφαλάρι του κρεβατιού και έκλαιγε με αναφιλητα.

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora