Η τέχνη της αγάπης

347 8 0
                                    

Τα μεγάλα, καστανά του μάτια κινούνταν νευρικά. Παρατηρούσαν τη Ρίζω με ιδιαίτερη  προσοχή. Έμοιαζαν να την ακολουθούν σε κάθε κίνησή της. Αυτή πάλι, ήταν απορροφημένη στην εξέταση. Τώρα το πόδι του ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα, προκαλώντας ένα συνεχές, ανεπαίσθητο τρίξιμο στο παλιό, ξύλινο πάτωμα. Δάγκωνε τα νύχια του κουνώντας ανήσυχα να νευρώδη χέρια του, ελπίζοντας να βρεθεί στο δρόμο του κάποια παρονυχίδα, που θα καταφέρει να τον απασχολήσει.

Η Δρόσω ήταν ήρεμη και κάπως ταλαιπωρημένη, μιας και τις τελευταίες μέρες το γλειφιτζούρι τους είχε οίστρο και οι ναυτίες της - αν και επίσημα στον πέμπτο μήνα πια - δεν έλεγαν να πάψουν. Άγγιξε απαλά το τρεμάμενο γόνατό του, στρίβοντας ελαφρώς το σώμα της, αφού το πιο κοντινό της σ' εκείνον χέρι ξεκουραζόταν, ώρα τώρα, απολαμβάνοντας τη θαλπωρή της ζεστής του χούφτας. Έβγαλε τότε ένα πνιχτό επιφώνημα. Ο Κωσταντής έστρεψε αντανακλαστικά το κεφάλι του κοιτάζοντάς την και ασυναίσθητα έσφιξε λίγο το χέρι της.

- Σε πόνεσα, Δροσούλα; Με συγχωρείς, απλώς γύρισες λίγο απότομα και...
- Μια χαρά είμαι, Ρίζω μου. Τι να κάνω; Έχω το νου μου μη μας σωριαστεί. Εδώ κοντεύει να καταπιεί όλο του το δάχτυλο, όχι μόνο το νύχι!

Εκείνος της έριξε ένα βλέμμα, που θύμιζε αυτό ενός κακιωμένου παιδιού, που η μητέρα του μοιράστηκε λεπτομέρειες ακατάλληλες για τα αφτιά της κοινωνίας και ικανές να νοθεύσουν την περσόνα του εαυτού του, που είχε δημιουργήσει για τις ανάγκες της κοινωνικοποίησής του. Έπειτα έσκασε ένα αμήχανο γελάκι.

- Λοιπόν, να σας κάνω μια πρόβλεψη ή το θέλετε για έκπληξη; Να ξέρετε, όλα τα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, ζήτημα να έχω πέσει δύο φορές έξω.
- Για ποιό πράγμα μιλάμε, ρε παιδιά;
- Για το φύλο του μωρού, βρε Κωσταντή. Εσύ θες να μας πει;
- Ό,τι θέλεις, Δροσοσταλίτσα. Εμένα δε με πειράζει.

Τους καμάρωνε η Ρίζω, είχε συνηθίσει πια, να είναι παρούσα σε τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες στιγμές ζευγαριών. Ωστόσο, σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, που λες και ήταν χθες, θυμόταν τη μέρα που ήρθε στον κόσμο το μικρότερο κοριτσάκι του Γιώργη, τις ζούσε ακόμη πιο έντονα.
Πριν είκοσι οκτώ χρόνια ήταν που με μια δυνατή, τελευταία σπρωξιά, η Βαλεντίνη κατάφερε να γεμίσει με φως τη μικρή κάμαρη και να αφήσει τη Ρίζω ενεή μπροστά στη θέα ενός... Κοριτσιού;

- Είδες, Ρίζω; Εγώ το 'λεγα ότι έκανες λάθος και ήταν κορίτσι! Ήμουν σίγουρη εγώ!
- Είδα, Λενιώ μου! Άντε, τράβα να φωνάξεις τον πατέρα σου, που θα χει πεθάνει απ' την αγωνία του, ο καψερός!

Γλειφιτζούρι ΚοκοράκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora