Κεφάλαιο 11

256 48 49
                                    

Η Δάφνη μπήκε στο νοσοκομείο νωρίς το πρωί, με την πρώτη αχτίδα του ήλιου να φωτίζει τον μακρύ διάδρομο. Η μυρωδιά από τον καφέ που έφτιαχνε η Φατμά στην αίθουσα αναμονής ανακατευόταν με την χαρακτηριστική αποστειρωμένη οσμή του νοσοκομείου, δημιουργώντας μια παράξενη, αλλά οικεία αίσθηση.

Το βλέμμα της έπεσε στην πινακίδα που έδειχνε την κατεύθυνση προς τα επείγοντα περιστατικά. Τα βήματά της ακούγονταν δυνατά στον σχεδόν άδειο διάδρομο, που σύντομα θα γέμιζε από τον ήχο των φωνών των ασθενών και του προσωπικού.

Η πρώτη της στάση ήταν το γραφείο της Φατμά. Η συνάδελφός της την υποδέχτηκε με ένα ανήσυχο χαμόγελο, ενώ κρατούσε ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ.

"Καλημέρα, Δάφνη. Ετοίμασα τον αγαπημένο σου καφέ," είπε η Φατμά, αλλά η φωνή της έτρεμε ελαφρά.

"Καλημέρα, Φατμά. Ευχαριστώ. Τι συμβαίνει; Φαίνεσαι ανήσυχη," απάντησε η Δάφνη.

"Η αδερφή μου είχε μια κρίση και πρέπει να φύγω αμέσως. Μπορείς να αναλάβεις τους ασθενείς μου; Ξέρω ότι ζητάω πολλά, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή," είπε η Φατμά, με αγωνία στη φωνή της.

Η Δάφνη έγειρε πίσω στην καρέκλα της, πίνοντας μια γουλιά καφέ, και κοίταξε τη Φατμά με κατανόηση.

"Φυσικά, Φατμά. Μην ανησυχείς για τίποτα εδώ. Θα αναλάβω εγώ τους ασθενείς σου. Πήγαινε στην αδερφή σου και κάνε ό,τι χρειάζεται," απάντησε η Δάφνη με σιγουριά.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, ξέροντας ότι είχε μπροστά της μια γεμάτη μέρα, αλλά ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Έριξε μια γρήγορη ματιά στις σημειώσεις της Φατμά και κατευθύνθηκε προς τους πρώτους ασθενείς της.

***

Κοιτάζοντας τις λίστες των ασθενών, ένα όνομα τράβηξε την προσοχή της. Ήταν ένα όνομα οικείο, σαν να της θύμιζε κάτι. Σταμάτησε για μια στιγμή και το κοίταξε ξανά, προσπαθώντας να θυμηθεί από πού το ήξερε.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου 202 και το βλέμμα της έπεσε πάνω στον άνδρα που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι.

Με την πρώτη ματιά, φαινόταν γύρω στα πενήντα πέντε, με έντονα σκούρα χαρακτηριστικά και μελί μάτια. Το πάνω μέρος του σώματός του ήταν γεμάτο μελάνη, και όταν είδε το τατουάζ δράκου στο μπράτσο του, κατάλαβε τι της θύμιζε.

"Καλησπέρα, κύριε Μανέζη. Είμαι η γιατρός Κωνσταντίνου," είπε, παίρνοντας την καρτέλα του στα χέρια της και ρίχνοντας μια ματιά. "Κάκωση άνω άκρου."

Η Αφοσίωση: Στη φωλιά των Δράκων (#1)Where stories live. Discover now