Κεφάλαιο 6

275 55 34
                                    

Η Δάφνη στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της, ενώ η Φατμά γυρνούσε ασταμάτητα γύρω της, κρατώντας ρούχα στα χέρια της.

"Αδιάφορο... πολύ σεμνό... πολύ φτωχό..." μουρμούριζε η Φατμά, πετώντας ένα φόρεμα στην καρέκλα και πιάνοντας ένα άλλο.

Η Δάφνη αναστέναξε. "Το ένα σου μυρίζει, το άλλο σου βρωμάει. Κανόνισε, θα πάω με το τζιν," προειδοποίησε.

"Όχι! Εντάξει, αποφάσισα! Βάλε αυτό," είπε η Φατμά, δίνοντάς της ένα στενό μαύρο φόρεμα.

Η Δάφνη το κοίταξε διστακτικά και ήταν έτοιμη να το δώσει πίσω όταν η Φατμά άφησε την ειρωνία να στάξει από τα χείλη της. "Και αναρωτιόμουν γιατί δεν σταυρώνεις άντρα. Αν ντύνεσαι σαν του κατηχητικού, ποιος θα σου κάτσει; Ευτυχώς βρήκα αυτό το φορεματάκι που αμφιβάλλω ότι είναι δικό σου... μάλλον θα μπερδεύτηκε με τα άλλα σου ρούχα..."

"Δεν μπερδεύτηκε, δώρο της ξαδέρφης μου ήταν! Και νομίζω ότι υπερβάλλεις! Δεν ντύνομαι τόσο τραγικά."

"Αυτό άσε να το κρίνει άλλος!"

***

Ο Αλέξης τις περίμενε έξω από το σπίτι της Δάφνης, χαμογελώντας πλατιά όταν τις είδε να πλησιάζουν. "Τι κουκλάρες θα κυκλοφορήσω απόψε," σφύριξε με θαυμασμό.

"Κόλακα," νιαούρισε η Φατμά, πετώντας μια παιχνιδιάρικη ματιά.

"Έτοιμες να το κάψουμε;" ρώτησε χαμογελαστός, χαϊδεύοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.

"Μην συζητάς..." είπε βαριεστημένα η Δάφνη, αναστενάζοντας. Παρά την ενθουσιώδη παρέα της Φατμά και του Αλέξη, εκείνη ένιωθε ακόμα το βάρος των σκέψεων και των ανασφαλειών της. Ήξερε ότι η νύχτα προμηνυόταν μακριά, γεμάτη με ποτό και χορό, και ήλπιζε κρυφά να μπορέσει να ξεχαστεί, έστω και για λίγο.

Ο Αλέξης γύρισε και την κοίταξε πονηρά από πάνω προς τα κάτω.

" Το αγόρι σου τι λέει; Ξέρει ότι βγήκες ντυμένη έτσι;" έδειξε με το δάχτυλο του την αμφίεση της.

" Πρώτον, δεν είναι αγόρι μου και δεύτερον, ακόμη κι αν ήταν δεν έχει δικαίωμα στα ρούχα μου!" απάντησε η Δάφνη με έναν τόνο προκλητικής ανεξαρτησίας στη φωνή της.

Ο Αλέξης γέλασε και σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παραίτησης. "Ό,τι πεις!"


*** 



Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, βάφοντας τον ουρανό με αποχρώσεις του πορτοκαλί και του μωβ, όταν ο Ανδρέας κατέβηκε από τη μηχανή του. Το αεράκι έφερνε τη μυρωδιά της θάλασσας στα ρουθούνια του, ενώ τα τελευταία πουλιά της ημέρας έψαχναν για καταφύγιο. Κοίταξε γύρω του, προσπαθώντας να αποβάλλει την ένταση της επικείμενης συνάντησης. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.

Η Αφοσίωση: Στη φωλιά των Δράκων (#1)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora