Κεφάλαιο 31

183 38 40
                                    

12 ώρες πριν

Ο Ανδρέας κατέβηκε πρώτος από το αυτοκίνητο. Έλεγξε βιαστικά το όπλο του, γεμίζοντάς το με κινήσεις μηχανικές, ενώ πίσω του ακολουθούσε ο Τιμόθεος, φορτωμένος με την αυτοπεποίθηση που τον έκανε να πιστεύει ότι αυτή η μέρα θα ήταν η νίκη του.

Οι δύο άντρες στάθηκαν απέναντι από τον Μάρκο, ο οποίος τους περίμενε ήδη εκεί. Το πρόσωπο του Μάρκου, μια μάσκα χωρίς κανένα συναίσθημα, δεν πρόδιδε την εσωτερική του αναταραχή. Ήταν ο αδελφός του, ναι, αλλά αυτός που στεκόταν απέναντί του δεν ήταν απλώς οικογένεια πια — ήταν εχθρός.

«Αδελφέ μου, βλέπω έφερες παρέα», είπε πρώτος ο Μάρκος, η φωνή του ήρεμη αλλά κοφτερή σαν λεπίδα. Το βλέμμα του στράφηκε στον Ανδρέα, ο οποίος στεκόταν λίγο πιο πίσω από τον Τιμόθεο. «Δεν μου είπες ότι έπρεπε να φέρω κι εγώ καλεσμένους. Αν και ένας από αυτούς βρίσκεται ήδη εδώ», είπε με έναν υπαινιγμό, κοιτάζοντας τον Ανδρέα με μάτια που έλαμπαν από ειρωνεία.

Ο Τιμόθεος, χωρίς να χάσει χρόνο, απάντησε με φωνή γεμάτη υπεροψία. «Μάρκο, φαίνεται πως έχεις χάσει την αφοσίωση των δικών σου. Αν σε εγκαταλείπουν, τι σου μένει;»

«Και νομίζεις ότι την κέρδισες εσύ;» τον προκάλεσε. «Ο Ανδρέας είναι αφοσιωμένος μόνο στο πουτανάκι που κρατάς δεμένο πίσω σου. Διαφορετικά, θα ήσουν ήδη νεκρός». Η ειρωνεία στη φωνή του ήταν εμφανής. «Δεν μου είπες όμως, γιατί τόσοι καλεσμένοι; Φοβάσαι τον ίδιο σου τον αδελφό;»

Tο πρόσωπό του συσπάστηκε για λίγο, με το ένα μάτι του να τρεμοπαίζει. «Δεν σε φοβάμαι, Μάρκο», απάντησε, προσπαθώντας να κρατήσει τον έλεγχο. «Ξέρω πώς σκέφτεσαι, και αυτό με κάνει πιο ισχυρό. Η θέση του Τζόβικ ήταν πάντα δική μου. Όλα όσα κάναμε με έφεραν εδώ, αλλά εσύ αποφάσισες ότι δεν σου αρκούν τα ψίχουλα που βγάζει η οργάνωσή σου».

«Τι ξέρεις εσύ από διοίκηση;» ο Μάρκος απάντησε, με τη φωνή του να σκληραίνει. «Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε, όπως όλα αυτά τα χρόνια, με εμένα στην καρέκλα. Όταν έρθει η ώρα μου να αποσυρθώ, εσύ θα έχεις μάθει αρκετά για να αναλάβεις».

«Περίμενα τόσα χρόνια!» φώναξε, γεμάτος οργή. «Ήμουν πάντα στην αφάνεια, υπηρετούσα έναν ηλίθιο, και τώρα εσύ θέλεις να μου πεις ότι πρέπει να υπηρετώ κι εσένα για να πάρω αυτό που ονειρευόμουν; Ε, λοιπόν, όχι!» Με ένα γρήγορο, θυμωμένο κίνηση, σήκωσε το όπλο του και στόχευσε τον Μάρκο.

Η Αφοσίωση: Στη φωλιά των Δράκων (#1)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant