Κεφάλαιο 17

228 45 42
                                    

Ο Ανδρέας είχε τις καλύτερες προθέσεις.

Ήταν αποφασισμένος να μείνει μακριά από τη Δάφνη, αλλά το μυαλό και το χέρι του τον πρόδιδαν. Κάθε μέρα, τουλάχιστον τρεις φορές, σχημάτιζε τον αριθμό της ή πληκτρολογούσε κάποιο μήνυμα. Στεκόταν για λίγο κοιτώντας την οθόνη, προσπαθώντας να βρει τη δύναμη να πατήσει το κουμπί της αποστολής. Κάθε φορά, όμως, απογοητευμένος με τον εαυτό του για την υπόσχεση που είχε δώσει, έβαζε το κινητό πίσω στην τσέπη του με έναν βαρύ αναστεναγμό.

Στο νοσοκομείο απέφευγε να πατήσει το πόδι του. Η εικόνα της Δάφνης ξαπλωμένης στο κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν ακόμη φρέσκια στο μυαλό του, και ο πόνος που ένιωθε για την κατάσταση της ήταν αβάσταχτος. Αντ' αυτού, ενημερωνόταν από τον Δερμετζή για την κατάσταση του Πέτρου και της Δάφνης. Κάθε φορά που έπαιρνε την αναφορά, η καρδιά του σφιγγόταν από την ανησυχία και την επιθυμία να είναι εκεί, δίπλα της, κρατώντας της το χέρι.

Τις ώρες του πλέον τις διέθετε είτε στην αδελφότητα είτε στον Τεό. Η αδελφότητα είχε πάντα ανάγκη από κάποιον που θα έδινε κατευθύνσεις, θα έλυνε προβλήματα και θα κρατούσε τα μέλη της σε τάξη. Ο Ανδρέας προσπαθούσε να βυθιστεί στη δουλειά, να αποσπάσει το μυαλό του από τη Δάφνη.

Ο Τεό ήταν μια άλλη πηγή ανακούφισης, αλλά και έντασης. Ο παιδικός του φίλος, ο οποίος ενώ έτρεμε στην ιδέα του πυροβολισμού, βρέθηκε να βγάζει όπλο και να απειλεί κάποιον. Η σκηνή αυτή του φάνηκε αδύνατο να την κατανοήσει στην αρχή, γιατί ο Τεό ήταν πάντα η ήρεμη ψυχή της παρέας. Προτιμούσε να λύνει τα προβλήματα του με διάλογο ή να κωμικοποιεί την κατάσταση για να μην ανάψουν τα αίματα. Ήταν εκείνος που πάντα έβρισκε τον τρόπο να φέρει γέλιο και ελαφρότητα, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές.

Ο θάνατος του πατέρα του του είχε στοιχίσει περισσότερο από ό,τι πίστευε ο Ανδρέας. Όχι επειδή είχαν τις καλύτερες σχέσεις, αλλά επειδή, ακόμη και στην τελευταία του στιγμή, ο πατέρας του είχε προτιμήσει να δώσει τη ζωή του για χάρη της οργάνωσης και του Μάρκου. Οικογένεια για εκείνον ήταν όλοι εκείνοι εκτός από τον γιο του. Ο πατέρας του τον είχε μυήσει στα σκατά από μικρή ηλικία. Ενώ οι συμμαθητές του είχαν διαλέξει να σπουδάσουν, εκείνος και ο Ανδρέας εκπαιδεύονταν να οδηγούν, να επιδιορθώνουν μηχανές και να πυροβολούν.

"Προσπάθησε να με σκοτώσει," γρύλισε ο Μάρκος έξαλλος, χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο ξύλινο γραφείο. Τα μάτια του ήταν γεμάτα οργή, και η φωνή του αντηχούσε στον χώρο με μια βραχνή, απειλητική ένταση. "Σκότωσε τον Δημήτρη με μια βόμβα που προοριζόταν για εμένα. Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος πλέον..."

Η Αφοσίωση: Στη φωλιά των Δράκων (#1)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt