Αρχίζω να χάνομαι μέσα στη ψυχή του δάσους και να τρέχω όσο περισσότερο μπορώ για να ξεφύγω από τις Σκιές που έχουν κατακτήσει τη σκυτάλη των προβλημάτων μου. Άραγε έτρεχαν με την ίδια επιθυμία και οι τελευταίες νυχτοπεταλούδες για να σωθούν από τον θεό του σκότους; Ο ήλιος αρχίζει να εμφανίζεται και να σκιαγραφεί κάθε χαρακτηριστικό των βουνών απέναντι μου. Θυμάμαι πόσες φορές ένιωθα ανακουφισμένη όταν οι δείκτες του ρολογιού μου επιβεβαίωναν ότι τα μυθικά πλάσματα του σκότους εξαφανίστηκαν και η δύναμη του ήλιου, η δύναμη του καλού, τους νικάει...Μέχρι να ξανανυχτώσει όμως. Και άραγε, όλα αυτά τα πλάσματα που φωλιάζουν, που κρύβονται; Σκάβω και κρύβω όσο περισσότερο μπορώ το βιβλίο της οικογένειας μου. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν.
Η Αυγή με ενημέρωσε ότι τα άστρα ευθυγραμμίστηκαν στον ουρανό και αυτό σημαίνει ότι η Λίλιθ, επισκέφτηκε τους γονείς μου και ενίσχυσε τη λήθη. Προσπαθεί απεγνωσμένα να με βρει μέσω της πληγής που μου άφησαν τα κοφτερά νύχια της Σκιάς, όμως υποσχέθηκε ότι το έχει υπο έλεγχο, δίνοντας μου δικά της βότανα. ''Η φύση είναι φίλος μας''. Εισπνέω δυνατά, σαν να αφήνω τη φύση να με αγκαλιάζει και εκπνέω ακόμα πιο δυνατά για να φύγουν όλα τα προβλήματα μου. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Ο Ρουσσώ είχε αναφέρει ότι τα παιδιά είναι οι μοναδικές ανθρώπινες οντότητες που έχουν την ικανότητα να καταλάβουν τις αισθήσεις της φύσης, τη ζωή της, εκείνη εξ' ολοκλήρου. Δεν είναι τρομακτικό πόσες αισθήσεις έχουμε ως παιδιά και απλά μια μέρα αρχίζουν και υποχωρούν; Που πηγαίνουν; Είναι σαν τα παιδιά που όταν νιώθουν ανασφάλεια αρχίζουν και φεύγουν για να κρυφτούν σε ένα μέρος που νιώθουν σαν το σπίτι τους; Ποιος τις προσέχει και σε ποιον ανήκουν πια; Ο τωρινός μου εαυτός προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τη παιδική οντότητα που υπάρχει μέσα του, κάνοντας σενάρια για το τι θα έκανε η μικρή πυρόξανθη αν ήταν εδώ: θα αγκάλιαζε τα γέρικα δέντρα, θα τους έλεγε ιστορίες, θα τα χαϊδευε, θα τους υπενθύμιζε πόσο όμορφα είναι, θα χόρευε γύρω από αυτά, θα μάζευε βελανίδια, θα πρόσφερε νερό στα ζώα, θα άφηνε τα γυμνά της πόδια να γίνουν ένα με το καρδιοχτύπι της φύσης. Πώς γίνεται να τιμωρούν ένα τέτοιο παιδί; Τιμωρούν εκείνο όμως ή εμένα, μια ενήλικη που δε κατάφερε να το σώσει όταν προσπαθούσε μέσα από τις κραυγές να αρθρώσει λέξεις; Πώς θα μπορούσα να ελευθερώσω το παιδί μέσα μου όταν ο Δημήτρης, το ανώτερο μέλος των Φυλάκων, παραμονεύει συνεχώς για το επόμενο μου λάθος; Πώς γίνεται να έχει προσδοκίες για κάτι που δεν επέλεξα ποτέ η ίδια; Χαιδευω το γέρικο δέντρο και αποχαιρετώ τη φύση, υποσχόμενη ότι θα ξανά επιστρέψω, θυμίζοντας στον εαυτό μου ότι η φύση είναι ο πιο μοναχικός άνθρωπος και θέλει φροντίδα. Στον δρόμο της επιστροφής ετοιμάζω έναν πρόλογο, τις ερωτήσεις και το πώς θα μπορούσα να τον πλησιάσω, χωρίς να μου επιτεθεί. Μπορώ να καταλάβω τον λόγο της αντίδρασης του, αλλά δεν μπορώ να αιτιολογήσω σε καμία περίπτωση τον τρόπο του προς εμένα, αν έπρεπε να τα βάλει με κάποιον ας τα έβαζε με τις Σκιές, ακόμα και με τον εαυτό του που δέχτηκε τον ρόλο του Φύλακα. Δεν είναι υποχρεωμένος να με σώσει, το μόνο άτομο που θα με σώσει από τον κόσμο του σκότους είναι μονάχα εγώ. Εισπνέω δυνατά, ενθαρρύνοντας τον εαυτό μου ότι έχω καταφέρει να ξεφύγω από μια άμορφη μάζα που μετατρέπεται σε μαύρες ανθρώπινες φιγούρες, δε θα κολλήσω σε έναν φύλακα. Αντιθέτως, εκείνος θα έπρεπε να με φοβάται.
BẠN ĐANG ĐỌC
Πυρόξανθη-Το Κορίτσι των Σκιών [✓] - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Siêu nhiênΈνα σκοτεινό νέφος απειλεί τη κρυστάλλινη πόλη των Ιωαννίνων. Μια πόλη, γνωστή για τον μυστικισμό, τη μαγεία, τις επωδές και τη καταραμένη λίμνη να απορροφά τα πιο σκοτεινά μυστικά των κατοίκων της. Ψυχές που δεν δικαιώθηκαν ποτέ, μεταμφιέζονται...