...Και ήμουν εκεί και περπατούσα στο πάρκο της γειτονίας. Οι φίλες μου μιλούσαν μεταξύ τους κι όλα μου ακούγονταν σαν μια μελωδία. Το μυαλό μου πετούσε και ταξίδευε σε κόσμους μακρινους. "Ααααχ Μάικ, Μάικ που εισαι." είπα ψιθυρίζοντας. Μου έλειπε η γνωστή, φιλική ζεστασιά των χειλιών του, τα δυνατά του μπράτσα να με σφίγγουν στην αγκαλιά του.
- Νικόλ! πάλι τον Μάικ σκέφτεσαι; με ρώτησε η κολλητή μου η Ρόουζ και τινάχτηκα από την τρομάρα μου.
- Πιστεύω πως ξέρεις την απάντηση στην ερώτηση σου. Είπα και γελάσαμε κι οι δύο.
Η Στέφανη περπατούσε δίπλα μας κι δεν ασχολούνταν καθόλου μαζί μας. Ήταν πάντα βυθισμένη στο κινητό της κι διάβαζε ένα βιβλίο. "After" νομίζω πως λέγεται και γύρισα και κοίταξα την Κορνίλια, που περπατούσε πάντα στητά με κανονικό βήμα, κοιτώντας πάντα μπροστά της. Δεν της άρεσε να βιάζεται ποτε. Το μυαλό μου συνέχισε να σκέφτεται πωρωμένα τον Μάικ ενώ περπατούσα.