Οικογένεια Δεμερτζή

281 19 1
                                    

Θορυβώδη βήματα έπνιξαν την κρεβατοκάμαρα. Ένας άνδρας, ψηλός, μελαχρινός και γεροδεμένος μπήκε στον χώρο. Στάθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο καθρέφτη και έσφιξε την γραβάτα που έμοιαζε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού του ντυσίματος. Πέρασε δυο φορές από τα μαύρα μαλλιά του τα δόντια της χτένας που βρισκόταν στο έπιπλο δίπλα του. Χαμογέλασε πονηρά στο καθρέφτη, σαν να υπονοούσε το βλέμμα του πως ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του οποίον τολμούσε να ενοχλήσει την συντηρητικά τακτοποιημένη ζωή του. Κάθησε στο σκαμπό που έστεκε στα αριστερά του και φόρεσε τα αυστηρά παπούτσια του που ολοκλήρωναν την καλοντυμένη εμφάνισή του. Έδεσε ένα σφιχτό φιόγκο στο κάθε ένα, τα ξεσκόνιζε ελαφρός για να μην χάσουν ούτε λίγο απ'τη γυαλάδα τους και βγήκε από το δωμάτιο με το ίδιο βαρύ και σταθερό βήμα.

Ακριβώς έξω, τον περίμενε το μοναδικό αυτοκίνητο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στην Μεσσηνία το οποίο προφανώς του ανήκε.
Μπήκε μέσα και το οδήγησε για λίγη ώρα ως που σταμάτησε, κατέβηκε και κατευθύνθηκε βιάστηκα ως την είσοδο του κτηρίου που έμοιαζε να ήταν ο προορισμός του.
-Καλημέρα κύριε Δεμερτζή!
Ακούστηκε μια σχεδόν τρεμάμενη φωνή από το βάθος του χολ και εμφανίστηκε μια μικροσκοπική κυρία καλοντυμένη αλλά φανερά κατώτατης κοινωνικής τάξης από εκείνον την οποία για ακριβώς αυτό το λόγο αγνόησε απαξιωτικά. Κατευθύνθηκε ως το βάθος του διαδρόμου που ανοίγονταν μπροστά του αμέσως μετά το χολ και χάθηκε περνώντας το κατώφλι της τελευταίας πόρτας στα αριστερά. Το δωμάτιο που βρισκόταν πίσω από αυτή την πόρτα μπορεί να πει κανείς πως στους τοίχους του έκρυβε τα μεγαλύτερα μυστικά όχι μόνο του ίδιου αλλά ολόκληρης της οικογένεια Δεμερτζή, του κτήματος και ίσως οι υποχθόνιες δουλειές του έφταναν να επηρεάζουν και πέρα από τον Ισθμό. Δολοπλοκίες, άτιμες πράξεις, ανήθηκες συμπεριφορές, ανθρώπινη εκμετάλλευση ακόμα και φόνοι και αθώοι στην φυλακή και όλα αυτά για να ξεπλένεται το αγέρωχο όνομά του. Δεμερτζής, η πανοπλία του ασταθή χαρακτήρα του, το όνομα όπου στον βωμό του θα θυσίαζε τα πάντα. Γεώργιος Δεμερτζής, έτσι τον έλεγαν αν και η οικογένεια συνήθιζε να τον φωνάζει Γιώργη, είχε αναλάβει την περιουσία του από τότε που ενηλικιώθηκε. Και ύστερα μαζί με τον μικρότερο αδελφό του. Εκείνος όμως ήταν πιο πανούργος και ικανότερος να εκμεταλλευτεί όποιον βρισκόταν στον δρόμο του και έτσι  ξεχώριζε, είχε αυξήσει είδη κατά πολύ την κληροδοτούμενη περιουσία του. Τώρα ήταν γύρω στα 32 ενώ η μέλλουσα σύζυγος του μόλις είχε κλείσει τα 20. Όλοι πίστευαν πως πρόκειται για έναν κοινωνικό, δίκαιο, ευγενή, εργατικό και επιμελή άνθρωπο όμως πίσω από το προσωπείο του ιδανικού άρχοντα του τόπου κρύβονταν ένας εγωκεντρικός, άπληστος, οξύθυμος, που αντιμετώπιζε με δόλο τους ανθρώπους γύρο του με απώτερο σκοπό να αυξήσει την περιουσία της οικογένειας, να κερδίζει χρήματα και κύρος. Ήταν ένας άνθρωπος αδίστακτος, δίχως κανέναν ηθικό ενδοιασμό. Η Μαριέτα δεν τον είχε δει ποτέ να χαμογελάει. Και όταν λέω χαμογελάει εννοώ με εκείνο το χαμόγελο που αντικατοπτρίζει την ψυχή. (Σαν εκείνο που ο Στέφανος αδυνατούσε να σβήσει από τα χείλη του όταν την κοιτούσε). Όχι το εργαλείο της δουλειάς του που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ακόμα και όταν γυρνούσε στο σπίτι.

Είδα μάτια πολλάDove le storie prendono vita. Scoprilo ora