Ηλιόλουστη μέρα

207 18 4
                                    

Μια αχτίδα φωτός ενόχλησε τα μάτια της και τα άνοιξε απότομα. Οι κουρτίνες ήταν ακόμη ανοιχτές. Έξω, το δυνατό φως του ήλιου έλουζε την αυλή. Τώρα ακόμα και τα δέντρα χαμογελούσαν. Χαμογέλασε και εκείνη με την τόση ξαφνική ομορφιά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε στο παράθυρο.
-Ο ουρανός πάντα μετά από μια βροχερή μέρα, για να επανορθώσει, μας χαρίζει ένα ουράνιο τόξο. Σκέφτηκε και είχε δίκιο. Ο ουρανός ή ο θεός ή κάποιο ανώτερο ακόμα σύμπαν είχαν φέρει για εκείνη το δικό της ουράνιο τόξο.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Ένιωθε την ανάγκη να αγγίξουν το σώμα της οι ηλιαχτίδες. Ακούμπησε τα χέρια της στο μαρμάρινο μπαλκόνι. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο τοπίο. Στην θέα της εκατοντάδες δέντρα στο τεράστιο Κιάρι τους.
Το δωμάτιο τους με τον Γιώργη ήταν στον πρώτο όροφο του σπιτιού, και έβλεπε στο πίσω μέρος, δηλαδή στα χωράφια που δούλευαν οι εργάτες τους. Έτσι από το μπαλκόνι του ο Δεμερτζής είχε φροντίσει να μπορεί να ελέγχει από ψηλά την παραγωγή. Τώρα η Μαριέτα στεκόταν εκεί, βασίλισσα στο παλάτι της δυστυχίας, όσο τεράστια και αν ήταν όμως η περιουσία των Δεμερτζή, δεν έφτανε ούτε στο ελάχιστο για να γεμίσει το κενό που δημιούργησε η απουσία της αγάπης.
Σκεφτόταν πόσο παράξενο ήταν που έβλεπε τον ήλιο τόσο φωτεινό ενώ λίγες ώρες πριν γινόταν χαλασμός. Αναρωτιόταν αν και εκείνη ως κομμάτι της φύσης θα κατάφερνε ποτέ να βγει στο φως μετά από τόσες καταιγίδες.

Ένιωσε ένα βλέμμα πάνω της. Γύρισε το κεφάλι της και παρατήρησε στο δρομάκι ακριβώς κάτω από το παράθυρο της κάποιον να την κοιτάζει. Θα τον αναγνώριζε παντού, ήταν ο Στέφανος. Έμεινε να τον κοιτάζει. Προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν όντως εκεί ή η φαντασία της έπαιζε κάποιο ύπουλο παιχνίδι. Μέχρι που σήκωσε το χέρι του και της έκανε νόημα να πάει κοντά του. Το πρόσωπο της έλαμψε περισσότερο και από τον ήλιο. Ανέβηκε στο μπαλκόνι και έκανε να πηδήξει από κάτω από την τρέλα της να πέσει στην αγκαλιά του. Μόνο όταν τον είδε να τρέχει από κάτω σαστισμένος κατάλαβε πως αυτό που πήγαινε να κάνει δεν ήταν τόσο έξυπνη κίνηση. Της έκανε νόημα να κατέβει από την κύρια σκάλα του σπιτιού, ωστόσο ήταν σίγουρη πως ακόμα και να της έλεγε να πέσει θα το έκανε, τόσο πολύ τον εμπιστεύονταν. Κατέβηκε την σκάλα πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά, παραλίγο να μπλεχτεί στο φόρεμα της και να πέσει. Βγήκε από την πόρτα του σπιτιού, έβγαλε τα ψηλά παπούτσια που φορούσε και ξυπόλυτη πια άρχισε να τρέχει. Δεν την ένοιαζε ποιος μπορεί να την κοιτούσε ούτε αν κάποιος την ακολουθούσε και την έβλεπε μαζί του. Δεν σκεφτόταν. Μέχρι να περάσει τα πλακόστρωτα δρομάκια που κύκλωναν το αρχοντικό και οδηγούσαν από την μπροστινή στην πίσω αυλή ούτε που καταλάβαινε τα γυμνά πόδια της που καίγονταν από τις καυτές από τον ήλιο πέτρες. Ούτε τα μαλλιά της που ελευθερωνόντουσαν από τον δεμένο κότσο της. Έστριψε πίσω από τις καλύβες των εργατών, την περίμενε εκεί. Όταν τον είδε δεν σταμάτησε να τρέχει, επιτάχυνε. Τον είδε να χαμόγελα. Έτρεξε και σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του. Εκείνος την σήκωσε στα χέρια του και την πλημμύρισε φιλιά .
- Αγάπη μου, συγνώμη! Συγνώμη που δεν ήρθα εκείνο το πρωί, συγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω να σε βρω και να σου πω όλη την αλήθεια. Συγνώμη που δεν είπα αντίο. Δεν μπορώ να πω αντίο Στέφανε, δεν μπορώ. Του έλεγε η Μαριέτα και τον φιλούσε. Αυτή την φορά ήξερε πως μάλλον ήταν η τελευταία. Με τέτοιο πάθος τον φιλούσε με το αντίο της τελευταίας φοράς.
-Ηρέμησε καρδιά μου. Κράτησε με για λίγο έτσι σφιχτά να σε νιώσω κοντά μου και μετά θα τα πούμε όλα.
Το έκανε, τον κράτησε σφιχτά και έκλεισαν τα μάτια τους για να νιώσουν επιτέλους ο ένας τον άλλο. Πήρε μια βαθειά ανάσα στην αγκαλιά του. Το άρωμα του, πόσο οικεία μυρωδιά.
-  Αγκάλιασε με και μην φύγεις ποτέ ξανά. Ψυθίρισε.
Ύστερα από λίγο την άφησε και εκείνη κρατώντας τα χέρια του σφιχτά μέσα στα δικά της άρχισε να του μιλά. Του είπε τα πάντα, τον λόγο που δεν πήγε εκείνο το πρωί, τον αληθινό λόγο που στην πραγματικότητα διέφερε κατά πολύ από την δικαιολογία που είχε σκαρφιστεί η κοπέλα στην είσοδο του σπιτιού της. Του εξήγησε τον τρόπο που της φέρθηκε η οικογένεια της και πως την ανάγκασαν να παντρευτεί τον Δεμερτζή. Μέσα σε λίγα λεπτά τα ήξερε όλα. Ή σχεδόν όλα. Στο τέλος πήρε το χέρι του, το ακούμπησε στην κοιλιά της και είπε με μια γλυκιά τρεμάμενη φωνή και βουρκωμένα μάτια.
-Στέφανε! Πίστευα πως δεν θα υπάρξει άνθρωπος που θα αγαπήσω όσο εσένα. Τελικά όμως έκανα λάθος. Τώρα θα πρέπει να μοιράζεσαι την καρδιά μου μαζί του. Μέσα μου μεγαλώνει το παιδί μας. Πάρε μας από εδώ αγάπη μου, σε παρακαλώ, μόνο εσύ μπορείς να με βγάλεις από αυτή την κόλαση. Πάρε μας να φύγουμε μακρυά να ζήσουμε οι τρεις μας μια ζωή ευτυχισμένη. Έλεγε και ξανά έλεγε η Μαριέτα, παρακαλώντας και κλαίγοντας. Έχανε την ψυχραιμία της, έκλαιγε με αναφιλητά. Τον παρακαλούσε να την σώσει με όλη της την ψυχή. Ο Στέφανος δεν απαντούσε έμενε ακίνητος και από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυά του. Το πρόσωπό του άρχισε να θολώνει στα μάτια της, το σώμα της να μουδιάζει. Χανόταν η μορφή του σε ένα μαύρο φόντο. Το μόνο που ξεχώριζε πια ήταν μια μακρινή φωνή που όλο και δυνάμωνε.
- Μαριέτα, Μαριέτα, τι κάνεις; Τι στο διάολο είναι αυτό που κρατάς;
Άνοιξε τα μάτια της ενώ το σώμα της πετάχτηκε στον αέρα. Το πρόσωπο της ήταν  νοπο από τα δάκρυα και το σώμα της υδρομενο.  Ήταν ο Δεμερτζής. Τι είχε συμβεί; Που ήταν ο Στέφανος; Γιατί ήταν στο δωμάτιο της;
- Τι έγινε; Λιποθύμησα; Ρώτησε απορημένη.
-Δεν ξέρω εγώ γύρισα πριν από λίγο, η Λενιώ μου είπε ότι κοιμάσαι εδώ και ώρες. Είχε στρώσει τραπέζι και τα ξανά μάζεψε, σε έψαχνε, ούτε να φας δεν πήγες, τι συμβαίνει;

Η Μαριέτα μόλις είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ ύπνο και ένα όνειρο που όσο το ζούσε έμοιαζε ιδανικό όμως η θύμησή του ήταν ένας εφιάλτης. Κοίταξε έξω, έβρεχε ακόμη. Πολύ πιο δυνατά από πριν, το άκουγε γιατί το μόνο που έβλεπε έξω από το παράθυρο ήταν το πηκτό σκοτάδι. Κανένα ουράνιο τόξο, κανένας φωτεινός ουρανός. Πως μπορούσε να πιστέψει έστω και για λίγο ότι μετά από ένα βροχερό απόγευμα είχε ακόμα ελπίδες να βγει ο ήλιος πριν απ'το φεγγάρι.

-Θα μου απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα;
Διέκοψε τις σκέψεις της ξανά η άγρια φωνή του.
- Με πήρε ο ύπνος, το απόγευμα δεν ένιωθα πολύ καλά και θέλησα να ξαπλώσω.
- Και αυτό που κρατάς λες και είναι εικόνισμα της Παναγίας τι είναι; Είπε αρπάζοντας από τα χέρια της το φόρεμά της.
Η Μαριέτα προσπάθησε να τον εμποδίσει αλλά δεν τα κατάφερε, από τα γεγονότων πριν τον γάμο ήξερε πως ο Δεμερτζής είχε καταλάβει πως η καρδιά της ανήκε αλλού, δεν χρειαζόταν όμως να το επιβεβαιώσει. Το φόρεμα μύριζε  έντονα ανδρικό άρωμα ήταν σίγουρο πως είχε φτάσει στην μύτη του. Παρόλα αυτά δεν είπε τίποτα. Το πέταξε σε μια γωνία του δωματίου και ξάπλωσε δίπλα της.
-Μπες μέσα από τα σκεπάσματα να κοιμηθούμε. Την διέταξε, και εκείνη προφανώς έκανε ό,τι της είπε. Γύρισε όμως την πλάτης της να μην τον βλέπει. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ευχήθηκε να μην είχε ξυπνήσει ποτέ. Ίσως έβρισκε τρόπο να ξανά μπει σε εκείνο το όνειρο, ίσως τελικά τα όνειρα της ήταν ο μόνος τρόπος να καταφέρει να επιβιώνει όταν ξυπνά.

~· ~

Αυτή την φορά είχε όντως ξημερώσει. Άκουσε φωνές από την αυλή και τρόμαξε. Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Βγήκε έξω σαστισμένη να δει τι συνέβαινε. Για λίγο ένιωσε όπως στο όνειρο της. Μακάρι να ήταν όντως αληθινό και να τον έβλεπε να την περιμένει. Ακούμπησε τα χέρια της στο μαρμάρινο μπαλκόνι. Είδε τον Γιώργη να απομακρύνεται και την Λενιώ, την υπηρέτριά της στο κέντρο της αυλής πάνω από μια φλόγα προσπαθώντας να την σβήσει.
-Λενιώ! Φώναξε. Τι συμβαίνει;
-Προσπάθησα να τον εμποδίσω κυρία αλλά δεν τα κατάφερα. Είπε η γυναίκα ταραγμένη ενώ απομακρύνθηκε από την φωτιά.

Η Μαριέτα πάγωσε όταν αντίκρισε το θέαμα. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Έκανε ένα βήμα πίσω και ακούμπησε το χέρι της στα χείλη της ενώ στα μάτια της καθρεφτίζονταν η μικρή πορτοκαλί φλόγα.

Κάτω από την φλόγα αντίκριζε ακόμα ό,τι είχε απομείνει από ένα φόρεμα ροζ στο χρώμα του γαρύφαλου, μεσάτο, με ανοιχτό λαιμό και διάφανα μανίκια στους ώμους.

Είδα μάτια πολλάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora