Μ+Σ

320 20 5
                                    

Ήταν περασμένες 10. Ο πρωινός ήλιος έλουζε την αυλή. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα ολάνθιστα χαίρονταν και αυτά το ζεστό φως. Ο Στέφανος έφερνε βόλτες στην αυλή φανερά αναστατωμένος. Την περίμενε. Είχαν πει να συναντηθούν στις 10. Αλλά είχε ένα παράξενο προαίσθημα. Ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε φτάσει νωρίτερα. Λαχταρούσε την ώρα που θα την έβλεπε. Δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Ήταν μεγάλη εκείνη η μέρα. Για πρώτη φορά θα τον έβλεπε με επίσημα ρούχα. Φορούσε ένα κοστούμι σκούρο μπλε και κρατούσε στο χέρι του ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Μόνος του τα είχε μαζέψει. Συμβόλισε την αρχή του έρωτα τους βάζοντας λίγα τριαντάφυλλα από το σημείο που την περίμενε κάθε φορά με τόση ανυπομονησία. Είχε κόψει και δυο κλαράκια από νυχτολούλουδο συμβολίζοντας τις ατέλειωτες νύχτες τους. Λίγες μαργαρίτες από το λιβάδι που περπατούσαν πλάι πλάι χωρίς να μιλούν. Και τέλος δυο γαρδένιες, το λουλούδι που συμβολίζει τον έρωτα. Ήταν έτοιμος, θα της ζητούσε επίσημα να τον παντρευτεί. Εκείνη όμως είχε είδη αργήσει. Ο Στέφανος είχε αρχίσει να ανησυχεί. Η Μαριέτα δεν ήξερε τι ήταν έτοιμος να κάνει άρα δεν θα μπορούσε να ήταν αποφυγή η απουσία της. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής, αποφάσισε να πάει στο σπίτι της. Ντράπηκε στην αρχή αλλά σκεπτόμενος πόσο την αγαπούσε και πόσο θα ήθελε να την παντρευτεί χτύπησε την πόρτα.
- Καλημέρα σας! Είπε μια κοπέλα απορημένη ανοίγοντας την πόρτα.
- Καλημέρα! Ψάχνω την Μαριέτα, είναι εδώ;
- Εεεε η κυρία Μαριέτα... εε.. δεν την προλάβατε...έφυγε..έφυγαν, νωρίς το πρωί. Ναι, ναι πολύ πρωί. Πήγαν στην Αθήνα στο σπίτι τους στην Κηφισιά! Εσείς ποιος είστε;
Ο Στέφανος δεν απάντησε.
-Ευχαριστώ πολύ! Είπε και έφυγε.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η κοπέλα στην είσοδο του φάνηκε σαν να μην έλεγε την αλήθεια αλλά από την άλλη τι άλλο μπορούσε να κάνει παρά να την πιστέψει;

~· ~

Είχαν περάσει δυο μήνες και δεν είχε νέα της. Κόντευε να τρελαθεί. Η καρδιά του πονούσε μακριά της. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε νιώσει τον χρόνο να κυλά τόσο αργά. Η μυστήρια εξαφάνιση της τον είχε πληγώσει πολύ. Ήταν πικραμένος και η ξαφνική απουσία της τον πονούσε. Η θύμησή της έφερνε δάκρυα στα μάτια του και το στομάχι του γίνονταν κόμπος. Δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Σαν να χάθηκε. Σαν να τελείωσαν όλα όσα έζησαν μαζί. Σαν να ξύπνησε από έναν βαθύ ύπνο. Αν ήταν όντως όνειρο όμως, δεν ήθελε να ξυπνήσει. Μαζί της είχε ζήσει τους ομορφότερους 5 μήνες της μέχρι τότε ζωής του και κάτι μέσα του έλεγε πως θα ήταν οι ομορφότεροι όλης του της ζωής. Ήξερε πως τον αγαπούσε, του το είχε αποδείξει πολλές φορές. Άρα μάλλον την ανάγκασαν να κάνει κάτι που δεν ήθελε και που φοβόταν, που του είχε ζητήσει να αποτρέψει αλλά μάλλον δεν πρόλαβε, όταν το τόλμησε ήταν είδη αργά.

Είδα μάτια πολλάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora