Είσαι η κοπέλα απ'το σταθμό;!

398 22 5
                                    

Είχαν περάσει δυο μέρες από τότε που τον είδε για πρώτη φορά. Το μυαλό της επέστρεφε συνέχεια στην εικόνα εκείνου του ευγενικού νέου που τόσο την είχε γοητεύσει με τους τρόπους του εκείνο το πρωί. Ζούσε και ξανά ζούσε την πρώτη τους συνάντηση όταν έκλεινε τα μάτια της.
- Ξέρω μόνο το όνομα του. Τι χαζή! Δεν τον ρώτησα ούτε που μένει ούτε που πάει! Και αν επέστρεφε στην Αθήνα έπειτα από διακοπές αναψυχής; Ή αν δεν είναι ούτε από την Αθήνα; Θα τον ξανά δω άραγε ποτέ; Ααχ Θεέ μου ήταν όντως τόσο όμορφος ή η φαντασία μου μπερδεύει την θύμησή του;
Δεκάδες τέτοιες σκέψεις παίδευαν το μυαλό της. Όσο και αν ήθελε να αφήσει πίσω της εκείνη την τυχαία συνάντηση ήταν σχεδόν αδύνατον.

Η νέα ζωή που της επέβαλαν να αποδεχθεί την είχε είδη κουράσει. Ο μέλλοντας σύζυγος της ήταν ανυπόφορος. Είχε πάει υποτίθεται να γνωριστούν αλλά είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι στο τέλος η επιλογή δεν θα ήταν δική της. Η πίεση από την οικογένειά της ήταν τεράστια, όπως πάντα δηλαδή. Και εκείνη, ανήμπορη να αντιδράσει. Και τι να κάνει; Αφού όλη την ζωή της υπακούει στους κανόνες τους. Κανόνες ένδυσης, καλής συμπεριφοράς και ευγένειας. Και κατέληγαν να είναι όλοι ίδιοι πίσω από τις μάσκες της καλής ζωής. Καλοντυμένοι κύριοι με σοβαρές όψεις και τυπικές κινήσεις ένδειξη αναγκαστικής ευγένειας. Κομψές κυρίες με ψεύτικα χαμόγελα και υποκλίσεις. Στην Μαριέτα δεν άρεσαν όλα αυτά, τα είχε βαρεθεί, έψαχνε μια ξέγνοιαστη ζωή κάπου μακριά από την αναγκαστική υπακοή, την υποταγή και τους δεκάδες συμβιβασμούς που χαρακτήριζαν την πραγματικότητα της μέχρι τώρα ζωής της. Στα καθαρά μάτια του Στέφανου ένιωθε πως είδε έναν άνθρωπο σαν και εκείνη. Που ίσως μπορούσαν να μοιραστούν την ζωή που ονειρευόταν. Ίσως να έκανε και λάθος όμως έπρεπε οπωσδήποτε να τον ξανά δει.
Ένιωθε πως για πρώτη φορά κάποιος την κοίταξε στα μάτια γοητευμένος από εκείνη και όχι τα χρήματα του πατέρα της.

Ο Στέφανος είχε μόλις γυρίσει από την Αθήνα. Οι δουλειές είχαν πάει καλύτερα από ότι φανταζόταν. Ήταν χαρούμενος όχι τόσο για αυτό όσο για τον πραγματικό λόγο που είχε δεχτεί να κάνει αυτό το ταξίδι, που δεν ήταν άλλος από την έμπνευση που του έδιναν οι ζωές των περαστικών στην πολυσύχναστη πόλη και τους μεγάλους σταθμούς. Βέβαια αυτή την φορά ήταν διαφορετικά. Είχε μοιραστεί ώρες ολόκληρες βαγόνια με εκατοντάδες ταξιδιώτες, είχε σταθεί σε ουρές αναμονής, είχε χαμογελάσει τυχαία σε βιαστικούς περαστικούς, είχε ανταλλάξει καλημέρες με τόσους εμπόρους της κεντρικής αγοράς, είχε παρατηρήσει τόσους ανυποψίαστους ανθρώπους να ζουν την ζωή τους όμως μόνο εκείνη παρέμενε χαραγμένη στο μυαλό του. Εκείνη έμοιαζε να είναι η μονή του έμπνευση. Το αγγελικό πρόσωπο της, τα μεγάλα καστανά της μάτια, τα χέρια της με τα λεπτεπίλεπτα μακριά δάχτυλα και φυσικά το άρωμα της. Πρώτη φορά ένιωθε ότι υπήρχε κάποια για την οποία άξιζε να αφιερώνει ατέλειωτες σκέψεις του πέρα από μερικές σελίδες στα σημειωματάρια που συνήθιζε να γράφει ιστορίες. Ήθελε τόσο να την ξανά δει, χωρίς πραγματικά να ξέρει τον λόγο.

Είδα μάτια πολλάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora