Μείνε λιγάκι ακόμα

270 18 3
                                    

Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της που τραντάζονταν από το κλάμα. Το σώμα της ήταν παγωμένο. Την αγκάλιασε και τα κορμιά τους ανατρίχιασαν. Σχεδόν 20 χρόνια μετά την τελευταία φορά που έσμιξαν οι αγκαλιές τους και τα κορμιά τους γίναν ένα. Μα πως είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια μέσα τους να επιβιώνει αυτή η αγάπη, αυτός ο έρωτας που έφταναν λίγα λόγια, ένα χαμόγελο και για ζεστή αγκαλιά για να φουντώσει ξανά; Ίσως κάποια πράγματα στην ζωή να μην εξηγούνται με λογική. Και τι είναι άραγε και η λογική; Άλλωστε καθένας όταν γεννιέται είναι κενός, καθαρός, άδειος. Τα ερεθίσματα που λαμβάνει, πλάθουν την κρίση του. Για εκείνους λοιπόν, ήταν απόλυτα λογικό. Σωματικά, οι κοινωνικές πεποιθήσεις τους κράτησαν χώρια. Νοητά όμως θα έμεναν για πάντα «δίκη του» και «δικός της».

Έκρυψε στα χέρια του τα βρεγμένα από το κλάμα μάγουλά της.
- Ηρέμησε ψυχή μου! Της ψυθίρισε σουφρώνοντας το πρόσωπό του πικραμένος από όσα είχε ακούσει.
- Γιατί ήρθες; Τον ρώτησε όταν κατάφερε να ηρεμίσει αρκετά ίσα για να καταφέρει να μιλήσει. Γιατί μου το έκανες αυτό; Σε αγαπούσα πολύ Στέφανε. Ήταν ανέφικτο να σε ξεχάσω όταν έζησα μαζί σου τους πιο όμορφους μήνες της ζωής μου και αμέσως μετά με πέταξαν στην κόλαση των Δεμερτζή. Τα κατάφερα όμως. Άλλαξα. Δυστυχώς, δεν είμαι πια το κορίτσι που θυμάσαι...Το μεγάλο μου φταίξιμο είναι που σ'αγαπω ακόμα. Αν μείνεις εδώ και εξ αιτίας μου κινδυνέψεις από τον Δεμερτζή, να το ξέρεις δεν θα το αντέξω. Θέλω απλά να είσαι ευτυχισμένος εσύ, αφού εγώ δεν μπορώ.
- Μαριέτα και εγώ σε αγαπώ. Συνήθισα να σ'αγαπώ και ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και εγώ θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Εγώ θα είμαι μόνο όταν αυτός πληρώσει για όσα κάνει.
- Δεν καταλαβαίνεις Στέφανε! Εγώ δεν μπορώ πια να ευτυχήσω. Στο ξανά είπα! Εσύ είσαι ελεύθερος να ζήσεις την ζωή σου. Εγώ είμαι εγκλωβισμένη. Νομίζεις επειδή παντρεύτηκα έναν πλούσιο άνδρα με κάνουν ευτυχισμένη τα πλούτη του; Δεν ξέρεις τι πραγματικά είναι ο Δεμερτζής. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνεις.
- Μαριέτα θέλεις να γίνεις πιο συγκεκριμένη; Τι θα έπρεπε να ξέρω δηλαδή; Απόρησε ο Στέφανος.
- Τέλος πάντων. Βιάστηκε να απαντήσει εκείνη. Αν θέλεις να με ακούσεις θα πάρεις την οικογένειά σου και θα φύγεις από το Κιάρι.
- Περίμενε Μαριέτα, μην αποφεύγεις να μου απαντήσεις. Τι υπονόησες για τον Δεμερτζή;
- Άφησε το Στέφανε σε παρακαλώ. Δεν είμαι άνθρωπος που παραπονιέται στο έναν και στον άλλο για τα προβλήματα του, εσύ το ξέρεις καλά αυτό.
- Ναι Μαριέτα, σε ξέρω καλά, αλλά νόμιζα ότι εγώ δεν είμαι ο ένας και ο άλλος.
Η Μαριέτα ταράχτηκε με την απρόσμενη απάντηση. Χαμήλωσε το βλέμμα της και δεν απάντησε.
- Αν θέλεις να σου κάνω την χάρη που μου ζήτησες, σε παρακαλώ μίλησέ μου. Εκτός αν δεν με εμπιστεύεσαι.
- Στέφανε, φοβάμαι ότι αν σου μιλήσω δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις αυτό που σου ζήτησα. Όμως δεν θα σε αφήσω να καταστραφείς εξ αιτίας μου. Και αν θέλεις να ξέρεις, σε εμπιστεύομαι, ακριβώς επειδή είσαι εσύ. Γιατί ενώ είχα να σε δω 20 χρόνια με ένα σου τηλεφώνημα είμαι εδώ και σου ανοίγω την καρδιά μου. Τέλος πάντων, καλύτερα η κουβέντα να τελειώσει εδώ. Αρκετά! Ήταν λάθος, δεν ξέρω καν γιατί ήρθα! Είπε και σηκώθηκε βιάστηκα από το παγκάκι που καθόταν και έκανε να φύγει από την αυλή. Τότε ο Στέφανος πετάχτηκε όρθιος σχεδόν αντανακλάστηκα. Την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε προς το μέρος του ακουμπώντας το στήθος του στο δικό της. Πριν καν το καταλάβει βρέθηκαν τα χείλη του αγκαλιά στα δικά της δίνοντας της ένα απρόσμενο φιλί γεμάτο πόνο και λαχτάρα. Κανείς δεν αντιστάθηκε, σαν να σταμάτησε να κυλά ο χρόνος ως την επόμενη ανάσα τους η οποία τους έδωσε τον κατάλληλο χρόνο να σκεφτούν τι έκαναν και να απομακρυνθούν απότομα. Κοιτάχτηκαν με τα βλέμματα τους χαμένα ο ένας στα μάτια του άλλου. Τα μάτια της Μαριέτας δεν άντεξαν βούρκωσαν ξανά και έπεσε στην αγκαλιά του. Ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του και κρύφτηκε μέσα τους. Βρέθηκε να κλαίει και με το ένα χέρι της να χτυπά απαλά αλλά «απειλητικά» το στήθος του δίνοντας του την πιο αθώα τιμωρία ενώ μιλούσε με αργή, δυνατή και σταθερή φωνή που προσπαθούσε να κάνει αυστηρή αλλά καθόλου δεν τα κατάφερνε.
-Σου είπα να φύγεις... γιατί μου το κάνεις αυτό; Φύγε... φύγε τώρα... τώρα αμέσως...
Δεν αντέχω άλλο... Δεν μπορώ...
Η φωνή της γινόταν όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο ήσυχη ως που έφτασε να ψιθυρίζει και το χέρι της πλέον να χαϊδεύει το σώμα του.
-Όχι... όχι μην φύγεις ακόμα, κράτησε με λίγο έτσι, έτσι στην αγκαλιά σου σφιχτά. Να νιώσω πως κανείς δεν μου απαγορεύει να βρίσκομε σε αυτή την αγκαλιά, πως είμαι ελεύθερη, μόνο στην αγκαλιά σου νιώθω ελεύθερη. Σφίξε με να κουρνιάσω στα χέρια σου και να πιστέψω πως κανείς δεν μας χώρισε. Κράτα με να ξεγελάσω για μια στιγμή τον εαυτό μου πως... κάποιος με αγαπά, πως δεν είμαι τόσο μόνη. Να νιώσω για λίγο πως είναι να ζεις και ύστερα άσε με να συνεχίσω να πεθαίνω, ύστερα φύγε και υποσχέσου μου να μην ξανά βρεθούμε ποτέ.

Είδα μάτια πολλάWhere stories live. Discover now