Δακρυσμένος ουρανός

244 21 5
                                    

Ο Δεμερτζής είχε φύγει από το σπίτι νωρίς το πρωί για το γραφείο. Η Μαριέτα ήταν μόνη. Όταν έφευγε ένιωθε ένα βάρος να απελευθερώνει την ψυχή της. Ο καιρός ήταν μουντός και γκρίζος από το πρωί. Έβρεχε και έκανε κρύο. Ήταν από εκείνες τις μέρες που ο άκεφος καιρός επηρεάζει την διάθεση. Η Μαριέτα σήμερα ήταν πολύ μελαγχολική, πιο πολύ από ότι συνήθως. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, τα δάκρυα του ουρανού έπεφταν στο βρεγμένο χώμα και εκείνο τα ρουφούσε διψασμένο. Δέντρα που είχαν χάσει τη πλούσια φυλλωσιά τους και άλλα που ακόμα φορούσαν το ζεστό κοστούμι τους, όλα στην ίδια μοίρα να τα χτυπά αλύπητα το κλάμα του ουρανού. Ένιωθε ίση, όμοιά τους. Το ίδιο ανήμπορη να ξεφύγει από εκείνα που χτυπούσαν το δικό της κορμί. Λιγοστό φως κατάφερνε να περνά μέσα από τις ανοιχτές κουρτίνες, το σπίτι ήταν αρκετά σκοτεινό. Εκείνη καθόταν στο σαλόνι. Η υπηρέτριά της, μόλις της είχε σερβίρει το απογευματινό της τσάι. Διάβαζε την αγαπημένη της ποιητική συλλογή αν και οι σκέψεις της την εμπόδιζαν να συγκεντρωθεί. Ο Στέφανος ήταν μια πληγή πλέον μέσα της, ίσως και κάτι παραπάνω. Το μυαλό της έτρεχε συνεχώς στις στιγμές που έζησε στην αγκαλιά του, στις υποσχέσεις τους και τα όνειρά τους. Τα μάτια της είχαν στερέψει από δάκρυα πια, η ψυχή της ήταν τόσο άδεια που ένιωθε ένα βαθύ κενό μέσα της. Δεν είχε συναισθήματα, ούτε ανθρώπους να της τα προσφέρουν. Ο μοναδικός άνθρωπος που την είχε κάνει να νιώσει αγαπητή είχε πλέον χαθεί από την ζωή της και εκείνη δεν είχε καταφέρει να πει ούτε αντίο.

Έψαχνε τρόπους να γεμίζει τα αδιάφορα απογεύματά της για να απασχολεί το μυαλό της. Έτσι στην προσπάθειά της να αποφύγει την ανάμνηση του μια τέτοια βροχερή μέρα, προσπαθούσε να βρει μια ενδιαφέρουσα ασχολία. Τότε θυμήθηκε ένα παράξενο μαραφέτι που πριν κάτι μέρες είχε φέρει ενθουσιασμένος ο Γιώργης στο σπίτι. Φυσικά δεν είχε καταφέρει να το επεξεργαστεί, έτσι ξαφνικά της φάνηκε ιδανική ιδέα για αυτό το μελαγχολικό απόγευμα.

Άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και πάνω σε ένα κομοδινάκι έστεκε περήφανο. Ήταν ένα γραμμόφωνο, πρώτη φορά έβλεπε κάτι όμοιό του στην ζωή της. Ο Γιώργης ήταν περήφανος γιατί κανείς άλλος στην περιοχή δεν θα μπορούσε να έχει ένα δικό του γραμμόφωνο στο σπίτι του και αφού εκείνος είχε την οικονομική δυνατότητα αποφάσισε να ταξιδέψει ως την Αθήνα για να το αποκτήσει. Μόνο που ακόμα στην Ελλάδα δεν είχαν κυκλοφορίσει δίσκοι, οπότε δεν μπορούσαν να ακούσουν κάτι στα ελληνικά. Έτσι είχε παραγγείλει κάποιους πασίγνωστους δίσκους του εξωτερικού. Η Μαριέτα τους κοιτούσε ενθουσιασμένη. Τον είχε δει να τοποθετεί τον δίσκο πάνω και παρατηρούσε την βελόνα να διασχίζει τις σχισμές του όσο αυτός περιστρέφονταν. Διάλεξε έναν από τους πόλους που υπήρχαν ακουμπισμένοι σε ένα ραφάκι στο κομοδίνο κάτω από το γραμμόφωνο. Απ'εξω είχε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με πολύ κοντά μαύρα μαλλιά και τα χέρια της χαρακτηριστικά πλεγμένα αγκαλιάζοντας τον εαυτό της. Την εντυπωσίασε η φιγούρα αυτής της γυναίκας που μάλλον άκουγε στο όνομα Edith Piaf, γιατί ήταν γραμμένο πάνω πάνω με μεγάλα μωβ γράμματα. Λίγο πιο κάτω με μικρότερα αλλά κεφαλαία σε χρώμα λαχανί έλεγε Mon Dieu. Η Μαριέτα λάτρευε από μικρή τα γαλλικά όποτε με τα πολλά έβγαλε τον δίσκο από την θήκη του και τον τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στο πρωτόγνωρο για εκείνη αντικείμενο.

Είδα μάτια πολλάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora