Έχει πανσέληνο απόψε (1917)

341 23 3
                                    

Ήταν αργά και η νυχτερινή ησυχία είχε πάρει για τα καλά την θέση της θορυβώδους πρωινής ζωής. Μόνο το θρόισμα των φύλλων που παρασύρονταν από το ελαφρύ αεράκι και τα τριζόνια έσπαγαν την απόλυτη σιωπή. Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ξεκίνησε να την περιμένει στο σημείο τους κάθε νύχτα. Και εκείνη να έρχεται και να περνούν ώρες ολόκληρες αγκαλιασμένοι. Γέλια, αγκαλιές, φιλία και κάθε μέρα σαν να είναι η πρώτη μέρα. Εκείνος αγαπούσε να κοιτά τα μάτια της και εκείνη τον ερωτευόταν μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο. Και όλο και πιο δύσκολος γινόταν ο αποχωρισμός τους.
Άκουσε τα βιαστικά της βήματα από το βάθος του μονοπατιού που οδηγούσε στην μικρή αυλή. Είχε αργήσει, την περίμενε αρκετή ώρα. Είδε το πρόσωπο της να εμφανίζεται κάτω από την καμάρα με τις τριανταφυλλιές, για αυτή την στιγμή ήξερε πως άξιζε κάθε αναμονή. Εκείνη, σαν πουλί που ελευθερώνεται από το κλουβί του, μόλις τον αντίκρισε έτρεξε στην αγκαλιά του και μόνο όταν κρύφτηκε μέσα της έκλεισε τα μάτια της παραδίνοντας το κορμί της στα χέρια του. Εκείνος την σήκωσε ψηλά και την αγκάλιασε. Δεν αντιστάθηκε να φιλήσει τα κατακόκκινα χείλη της που βιάστηκαν να βρουν τα δικά του αμέσως μόλις άνοιξε τα μάτια της. Για λίγα λεπτά προσπάθησαν να εκπληρώσουν τα χάδια που στερήθηκαν από την τελευταία φορά που ήταν ξανά αγκαλιασμένοι.
- Άργησες! Της είπε ψιθυριστά αφήνοντας την κάτω και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
- Δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως αποκοιμήθηκαν όλοι. Βαρέθηκες να με περιμένεις;
- Όχι! Κουραστικά να μετράω τις ώρες που είμαι μακριά σου.
Η Μαριέτα χαμογέλασε και κοίταξε γύρω της.
- Τι συμβαίνει νεαρέ μου; Ούτε ένα κεράκι απόψε;
- Έχει πανσέληνο!
- Ναι αλλά το φως του φεγγαριού είναι αρκετό ίσα για να βλέπεις το πρόσωπο μου.
- Μην ανησυχείς αγάπη μου, έτσι και αλλιώς εμένα μου φτάνουν τα μάτια σου που λάμπουν σαν αστέρια για να δω το όμορφο πρόσωπο σου. Απλά είχα μια ιδέα για απόψε. Θέλεις να πάμε κάπου; Θέλω να σου δείξω κάτι.
Εκείνη χαμογέλασε ξανά χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
- Πονηρό μου αγόρι... Πάμε λοιπόν. Είπε ύστερα από λίγο δίνοντας του το χέρι της.
Περπατούσαν για λίγα λεπτά ανάμεσα στα δέντρα. Κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου σφιχτά. Δεν μιλούσαν. Ο Στέφανος την οδηγούσε και εκείνη χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για το που πάνε τον ακολουθούσε. Της έφτανε που ήταν δίπλα του. Κάποια στιγμή ξεχώρισε στην ατμόσφαιρα μια γνώριμη όμορφη μυρωδιά. Βρίσκονταν κοντά σε θάλασσα. Όταν τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν, αντίκρισε μπροστά της ένα εξωπραγματικό θέαμα. Το έδαφος σταματούσε απότομα και αρκετά μέτρα κάτω απλωνόταν απέραντη η θάλασσα. Τα σκούρα μπλε νερά της αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο προσδίδοντας στο τοπίο μια αστραφτερή λάμψη. Ενώ το φεγγάρι σαν ανώτερος θεός με την εμβληματική παρουσία του έδινε στην εικόνα που είχαν μπροστά τους μια μαγική, σαν μεταφυσική αίσθηση, λες και βρισκόσουν βουτηγμένος στα χρώματα κάποιου πίνακα ζωγραφικής.
- Στέφανε! Είναι υπέροχα! Είπε ενθουσιασμένη.
- Ήξερα πως θα σου άρεσε. Ήθελα να σε έχω στην αγκαλιά μου απόψε εδώ, κάτω από αυτό το φως έστω για λίγο.
Η Μαριέτα πέρασε τα χέρια της στον λαιμό του, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε γλυκά.
- Υποσχέσου μου ότι θα με φέρνεις εδώ κάθε πανσέληνο του Αυγούστου.
- Πως μπορώ να στο υποσχεθώ αυτό; Θα πρέπει να με αγαπάς για πάντα.
- Αυτό στο υπόσχομαι εγώ. Εσύ; Θα με αγαπάς;
- Νομίζω το για πάντα δεν είναι αρκετό για να περιγράψει το πόσο σε αγαπώ αλλά αυτό θα στο επιβεβαιώσω τότε!

Είδα μάτια πολλάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora