Ήταν Μάιος του 1936. Ανοιξιάτικο πρωινό· όλα τα λουλούδια ήταν ανθισμένα. Περπατούσε σιωπηλά, με βήμα σταθερό και ανάλαφρο. Στο μυαλό του έπαιζε μια χαρούμενη μελωδία. Ανυπομονούσε να την δει. Νοσταλγούσε τόσο πολύ τα μάτια της που τον κοιτούσαν πάντα με ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Σχεδόν 20 χρόνια μακριά της και ένιωθε σαν να μην πέρασε μια μέρα. Όταν έφτασε στην αυλή τον διαπέρασε ένα αίσθημα νοσταλγίας. Ένας παράξενος ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί του. Σαν κεραυνός που χαράζει τον ουρανό κι ύστερα στάλα στάλα πέφτει η βροχή αργά, νωχελικά και λίγο λίγο δυναμώνει και ούτε που προλαβαίνεις να καταλάβεις πότε βρέθηκες πνιγμένος στην νεροποντή. Έτσι και οι αναμνήσεις του μια μια τον κατέστησαν δέσμιο τους. Και πως να τους ξεφύγει; Τόσα βράδια εκεί να την περιμένει και εκείνη να εμφανίζεται με το χαρακτηριστικό βηματισμό της. Ανέμελη. Να ακούει τα βήματα της στο πλακόστρωτο μονοπάτι και η καρδιά του να χτυπά δυνατά. Να μοιάζει αιώνας ο χρόνος αναμονής μέχρι να εμφανιστεί το πρόσωπο της πίσω απτά δέντρα. Και μόλις συναντηθούν τα βλέμματα τους, γαλήνη.
Εμπόδισε ένα ακόμα δάκρυ. Έσφιξε τα χείλη του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε πίσω από τα δέντρα. Ίσως τελικά δεν ήταν σοφή η απόφαση του να την συναντήσει. Μάλλον το παρελθόν έπρεπε να μείνει θαμμένο κάτω από τον χρόνο που το βάραινε.
~· ~
Τώρα η Μαριέτα τον περίμενε. Δεν ήθελε να πιστέψει πως μπορεί να έκανε λάθος. Λαχταρούσε να τον δει ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό της. Ένιωθε σαν να περίμενε ώρες ενώ είχαν περάσει ελάχιστα λεπτά όταν άκουσε τις φυλλωσιές πίσω της να αναστατώνονται. Γύρισε απότομα σχεδόν τρομαγμένη. Τον είδε να εμφανίζεται δειλά. Μόλις την είδε όλη του η όψη άλλαξε. Τα μάτια του γλύκαναν και στα χείλη του χαρακώθηκε ένα χαμόγελο που είχε χρόνια να εμφανιστεί.
Τα πρώτα λεπτά δεν είπαν λέξη. Περπατούσαν αργά ο ένας προς την μεριά του άλλου, δειλά, τρομαγμένα. Με τα μάτια ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο, σαν να μιλούσαν νοητά, να εξιστορούσαν όσα έγιναν τα χρόνια που ήταν χώρια. Τα βλέμματά τους δεν χάθηκαν στιγμή, παραμόνο όταν στο μυαλό της Μαριέτας πέρασε αιφνίδια η σκέψη να τρέξει στην αγκαλιά του και να τον φιλήσει όπως τότε, με όλη της την ψυχή. Ντράπηκε και μόνο που το σκέφτηκε. Σαν να φοβήθηκε πως άκουσε αυτή της την σκέψη, πήρε το βλέμμα της μακριά του.
- Ήλπιζα τουλάχιστον να μην ήσουν ακόμη τόσο όμορφη. Είπε τότε ο Στέφανος, σπάζοντας πρώτος την σιωπή. Ίσως τότε μου ήταν πιο εύκολο να σε ξεχάσω.
Η Μαριέτα ντράπηκε και χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. Έτσι συμβαίνει όταν έχεις συνηθίσει να ακούς απειλές, παράπονα και άσχημα λόγια. Όταν κάποιος πει κάτι όμορφο για εσένα δεν τον πιστεύεις, ακόμα και αν είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
- Νόμιζα πως δεν θα έρθεις. Πρόλαβε να πει εκείνος αφού κατάλαβε πως είχε νιώσει.
- Και εγώ το ίδιο. Απάντησε εκείνη.
-Εγώ εδώ ήμουν. Απλά έψαχνα αυτό. Είπε φανερώνοντας στο χέρι του ένα κατάλευκο λουλούδι.
-Γαρδένια! Που την βρήκες; Έχουν σταματήσει να ευδοκιμούν στα μέρη μας.
-Είχε ανθήσει εδώ πιο κάτω. Είναι το λουλούδι του έρωτα, ίσως να βοηθάει το κλίμα εδώ.
Είπε ο Στέφανος χαμογελώντας.
Η Μαριέτα χαμογέλασε και εκείνη ενώ έπαιρνε το λουλούδι στα χέρια της τόσο τρυφερά όπως απαλά κρατάς ένα μωρό να μην επηρεάσεις το εύθραυστο δερματακι του.
-Έλα να καθίσουμε! Της είπε.
Κάθισαν στο παγκάκι και η Μαριέτα ξεκίνησε πρώτη να λέει βιαστικά.
- Θυμάσαι που η αυλή ήταν πάντα ανθισμένη; Τώρα όλο το Κιάρι είναι πνιγμένο στα λουλούδια και εδώ δεν έχει μείνει ούτε μια τριανταφυλλιά.
-Σαν την καρδιά μου. Από τότε που έφυγες όλα γύρω άνθιζαν και εγώ μαραινόμουν.
- Ούτε για εμένα ήταν εύκολο Στέφανε. Ξέρεις πόσο πολύ σε... αγαπούσα. Δεν πέρασα όμορφα χρόνια.
Ο Στέφανος δεν απάντησε, πήρε απλά μια βαθιά ανάσα όπου η Μαριέτα εξέλαβε ως απάντηση και συνέχισε.
- Έμαθα ότι παντρεύτηκες!
-Ναι! Την Ελένη μου. Χρυσή γυναίκα. Είναι κρίμα όμως να ζει με έναν άνδρα αγνοώντας πως η καρδιά του δεν θα καταφέρει να της ανοίκει ποτέ.
-Στέφανε σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό τώρα, δεν αξίζει!
-Έχουμε δυο παιδιά, τον Ορέστη 9 χρονών και την Άρτεμη 4αρων.
-Χαίρομαι! Να σου ζήσουν, εύχομαι να τα δεις ευτυχισμένα!
-Και εσένα ο γιος σου πρέπει να είναι ολόκληρος άντρας τώρα.
- Ναι ο Ιάσωνάς μου. Σε κάνα δυο χρόνια θα τον στείλουμε για σπουδές στο εξωτερικό. Το όραμα του πατέρα του βλέπεις είναι να ακολουθήσει ο γιος του τα χνάρια του. Λοιπόν ποιος άνεμος σε φέρνει εδώ; Γιατί θέλησες τώρα να με συναντήσεις;
- Μετακόμισα μόνιμα λίγο έξω από το Άνω Κιάρι. Σκέφτηκα πως η παρουσία μου εδώ ίσως έφερνε αναστάτωση. Για αυτό προτίμησα να στο πω εγώ ο ίδιος αποφεύγοντας κάποια τυχαία μας συνάντηση που ίσως έφερνε και τους δυο μας σε δύσκολη θέση.
-Μόνιμα! Στην Μεσσήνη;! Πως και έτσι; Απάντησε η Μαριέτα αφού τα νέα του Στέφανου την βρήκαν απροετοίμαστη.
-Έχω κάνει κάποιες επενδύσεις στην περιοχή τα τελευταία χρόνια. Ετοιμάζω ένα εργοστάσιο στο βόρειο κτήμα πάνω από την παλιά βρύση.
-Το εργοστάσιο πάνω από την παλιά βρύση είναι δικό σου; Μα αυτό...
-Αυτό είναι μεγάλη επένδυση και φανταζόσουν πως δεν θα μπορούσε να ανοίκει σε κάποιον σαν αυτόν που γνώρισες πριν τόσα χρόνια.
-Δεν εννοούσα αυτό! Άλλωστε ξέρω πως είσαι ικανότατος. Όταν θέλεις μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Απλά... Είσαι σίγουρος πως θες να μπλεχτείς με τέτοιες δουλειές; Είσαι σίγουρος πως θέλεις τον Δεμερτζή απέναντί σου;
Η Μαριέτα δεν μπορούσε να καταλάβει τι την είχε ενοχλήσει περισσότερο. Το ότι θα ζούσε για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της δίπλα στον πραγματικό πατέρα του παιδιού της και στον μοναδικό άνθρωπο στον οποίο χάρισε την καρδιά της βλέποντάς τον να μεγαλώνει ανέμελος και ευτυχισμένος τα παιδιά του με την γυναίκα του; Ή ότι ο γλυκός, δίκαιος και ανιδιοτελής άνδρας που ερωτεύτηκε κάποτε -και παρέμενε ερωτευμένη μαζί του- επρόκειτο να γίνει ένας από τους αντιπάλους του ανέντιμου και απρόβλεπτου συζύγου της.
- Ναι! Είμαι σίγουρος και ποιο έτοιμος από ποτέ να το κάνω. Νομίζω πως ο Δεμερτζής θα πρέπει να φοβάται εμένα, όχι εγώ εκείνον. Άλλωστε εγώ δεν στάθηκα ποτέ εμπόδιο μπροστά του, ενώ εκείνος μου έκλεψε ο,τι πολυτιμότερο είχα ποτέ μου.
-Στέφανε... η μοίρα μας μας χώρισε και η κοινωνική μου θέση, όχι ο Δεμερτζής. Αν δεν ήταν αυτός, ο πατέρας μου θα με είχε τάξει σε κάποιον άλλο.
-Τα έφερε έτσι όμως η ζωή που εγώ αυτόν βλέπω πλάι σου τόσα χρόνια.
-Έχεις αλλάξει πολύ! Μιλάς με θυμό και θέληση για εκδίκηση, εσύ δεν ήσουν έτσι.
- Δεν ήμουν έτσι γιατί τότε ήμουν ανυποψίαστος. Όταν σε έχασα από κοντά μου, ορκίστηκα να επιστρέψω κάποτε και να τον καταστρέψω.
Η Μαριέτα είχε αναστατωθεί, έβλεπε μπροστά της έναν άνθρωπο διψασμένο για εκδίκηση και δεν αναγνώριζε μέσα του τον Στέφανο που ήξερε εκείνη. Έπειτα φοβόταν. Ήξερε για τι είναι ικανός ο Δεμερτζής και πως όσο και να είχε αλλάξει ο Στέφανος δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να του έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο. Αποφάσισε να αφήσει ελεύθερα τα συναισθήματά της στην προσπάθειά της να τον προστατεύσει. Άλλωστε είχε καταλάβει πως ούτε και ο Στέφανος είχε καταφέρει να θάψει μέσα του όσα ένιωθε για εκείνη όλα αυτά τα χρόνια. Ένα επιπόλαιο αίσθημα μέσα της την έκανε και κάπως να χαρεί, αφού μετά το άκουσμα του γάμο του νόμιζε πως ό,τι έζησαν είχε μείνει στο μυαλό του απλώς ως μια παλιά χαρούμενη ανάμνηση.
- Λοιπόν... Στέφανε... Πρέπει να σου μιλήσω ειλικρινά. Όσο και αν με πονάει αυτό που θα σου πω, θέλω να με ακούσεις και όπως λες και εσύ για χάρη εκείνων των παλιών καλών καιρών να μου κάνεις αυτή την τελευταία χάρη.
-Μαριέτα... Προσπάθησε να πει για να την εμποδίσει. Όμως εκείνη τον διέκοψε.
-Σσσς..! Άκουσέ με, σε παρακαλώ. Ξέρω τον Δεμερτζή περισσότερο από όσο θα ήθελα. Τόσα χρόνια δίπλα του τα μάτια μου έχουν δει πράγματα που τα χείλη μου δεν μπορούν να ξεστομίσουν. Φοβάμαι ότι αν μπλέξεις μαζί του θα κινδυνέψεις περισσότερο από όσο φαντάζεσαι. Έχεις μια οικογένεια, μια γυναίκα και δυο παιδιά που σε χρειάζονται δίπλα τους. Σε παρακαλώ μην χαραμίσεις την ζωή σου για χάρη μιας εκδίκησης.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε βουρκωμένη αφού τα μάτια της ήταν τόσο υγρά που δύσκολα μπορούσε να συγκρατεί πλέον τα δάκρυά της. Η εμφάνιση του και τα λόγια του είχαν φέρει αισθήματα στην καρδιά της και λόγια στο στόμα της που είχε ξεχασμένα για χρόνια. Μιλούσε χωρίς να σκέφτεται. Άλλωστε πάντα έτσι συνέβαινε όταν ήταν κοντά του.
-Δεν ήταν γραφτό μας μεγάλη μου αγάπη! Η μοίρα χάραξε για μας χωριστούς δρόμους. Ξέρω πως με αγάπησες πολύ, το ένιωσα βαθιά και θα ευγνωμονώ τον θεό όλη μου την ζωή που έστω για λίγο σε έφερε στον δρόμο μου. Τώρα όμως σου ζήτω να με ξεχάσεις. Αν τόσα χρόνια δεν κατάφερες να το κάνεις αφού θέλεις ακόμα να εκδικηθείς για εμένα. Είναι το μόνο πράγμα που σου ζήτησα ποτέ. Θέλω να ξέρω πως είσαι καλά, ευτυχισμένος ακόμα και αν εγώ δεν είμαι μέρος αυτής της ευτυχίας. Στέφανε... σε παρακαλώ... φύγε... εγώ δεν μπορώ... εσύ όμως είσαι ελεύθερος... (ένα χαμόγελο γεμάτο πίκρα έσβησε το φωτεινό της πρόσωπο)
Ξέχασέ με ... ξέχασε με αγάπη μου...
Η Μαριέτα δεν άντεξε. Ένα αναφιλητό ξεγλίστρησε από τα χείλη της και την εμπόδισε να συνεχίσει να μιλάει. Ο Στέφανος είχε μείνει άναυδος από την έκρηξη συναισθημάτων της αγαπημένης του. Ήταν ανήμπορος να αντιδράσει.To be continued...
VOUS LISEZ
Είδα μάτια πολλά
Roman d'amour«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την μοίρα σου» της είπε ένα βράδυ και είχε δίκιο. Δυο άνθρωποι που απέδειξαν τι θα πει πεπρωμένο. Μια σειρά από αυτοτελείς ιστορίες εμπνευσμένες από την καθημερινή σειρά εποχής του open «έρωτας φυγάς». Η ιστορία της Μαρ...