Το επόμενο πρωί φτάνω στην ακαδημία αργοπορημένη.
Δεν το έχω συνήθειο να παίρνω το λεωφορείο και έτσι μπερδεύω τις διαδρομές. Τουλάχιστον το καταλαβαίνω εγκαίρως ώστε κατεβαίνω πρόωρα από το επιβατηγό όχημα προτού καταλήξω στην άλλη άκρη της πόλης.
Ο Κυριάκος με περιμένει καθιστός στον καναπέ παίζοντας με το ηλεκτρονικό του.
Η άφιξη μου δεν τον ευφραίνει ιδιαίτερα και μαθαίνω με τον δύσκολο τρόπο πως κανένας δεν βαριέται τις πρωινές προπονήσεις περισσότερο από εκείνον. Κάνει τόσα απανωτά λάθη που στα πρώτα δέκα λεπτά αδειάζει το καλάθι με τις μπάλες.
Αρνείται να με βοηθήσει να μαζέψουμε επικαλούμενος την δικαιολογία της τουαλέτας και όταν επιστρέφει επιμένει να κάνουμε διάλειμμα για νερό.
Δεν του χαλάω χατίρι.
«Συγχαρητήρια για το Πανελλήνιο», αδράζω την ευκαιρία να του πω ελπίζοντας σε ένα χαμόγελο, μία εκφραστική ρυτίδα, κάτι, οτιδήποτε. Αντί αυτού εισπράττω ένα στεγνό ευχαριστώ. «Πρέπει να νιώθεις πολύ περήφανος. Οι γονείς σου σίγουρα καμαρώνουν», κρατιέται από το να με χλευάσει.
«Ναι, ό,τι πεις», αυτό το παιδί έχει ταλέντο στο να με αποστομώνει.
Στη διάρκεια της προπόνησης διαπιστώνω πως δεν έχω υπολογίσει καλά τη ζέστη και καθώς πλησιάζει η ώρα η μεσημβρινή το ελαστικό μου μπλουζάκι ποτίζεται με ιδρώτα και μου κάθεται εξαιρετικά άβολο.
Πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξω.
«Παίξε λίγο στον τοίχο μέχρι να επιστρέψω», του υποδεικνύω το μπετό που σαν τοιχίο υψώνεται και χωρίζει την ακαδημία από τον δρόμο απέναντι. Στην κορυφή του κάνουν την εμφάνιση τους αναρριχώμενα φυτά.
Χριστέ μου, πώς έχω γίνει έτσι;
Με κοιτάζω στον καθρέφτη και δεν είμαι βέβαιη αν είναι μονάχα η μπλούζα που με ανησυχεί ή ολάκερη η εμφάνιση μου. Έχω καταλήξει να αντιπαθώ αυτό το κενό από συναισθήματα κορίτσι που με κοιτάζει πίσω.
Τινάζω το κεφάλι αποδιώχνοντας τις μελαγχολικές μου σκέψεις. Ο Κυριάκος με περιμένει.
Πετάω πάνω μου μια αθλητική αμάνικη μπλούζα και βγαίνω από το μπάνιο. Το κυλικείο είναι άδειο τέτοια ώρα και όμως όρθιος ατενίζοντας την θέα κάτω στα γήπεδα από την τζαμαρία στέκεται ο Θέμης Λουκρέζης.
Φοράει κουστούμι τώρα δείχνοντας ακόμη πιο επίσημος από χθες.
Μου αρέσει που το χτένισμα του δεν είναι αυστηρό και αφήνει τα μαλλιά του να δίνουν όγκο στο πάνω μέρος και στο πλάι του κεφαλιού του ομοιάζοντας με χαίτη εφήβου λιονταριού. Είναι μια ανέμελη πινελιά που σπάζει την κυριλέ του εμφάνιση.
Κρίμα που έπρεπε να είναι τόσο κόπανος. Και παντρεμένος... το μυαλό μου συμπληρώνει.
«Καλημέρα», με χαιρετίζει πρώτος εξακολουθώντας να κοιτάζει στο τζάμι και εγώ του ανταποδίδω σε πληθυντικό ευγένειας. Νεύει δείχνοντας προς τον γιο του. «Πώς πήγε;»
«Καλά, ήτανε λίγο κουρασμένος στην αρχή αλλά στην πορεία το βρήκε», πάνω στην αναμπουμπούλα με τα δρομολόγια δεν κατάφερα να φάω πρωινό και βλέποντας τώρα όλες αυτές τις ζαχαρένιες λιχουδιές του κυλικείου μου ανοίγει η όρεξη.
Τραβώ από το ψυγείο ένα κουτάκι κόκκινου χυμού και μια σοκολάτα γάλακτος να κολατσίσω αργότερα.
«Πολλή ησυχία έχει», ακούω τον Θέμη να λέει. Τον πιάνω να περιεργάζεται τον άδειο από κόσμο χώρο. «Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ;»
«Κανονικά είχα μάθημα με ένα ζευγάρι. Μου ακύρωσαν όμως τελευταία στιγμή», παραδέχομαι. «Επομένως όχι. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ τέτοια ώρα. Όσο έχει ήλιο ακόμα πηγαίνουνε για μπάνια», ο Σεπτέμβρης αποδείχθηκε γενναιόδωρος με τον καιρό φέτος.
«Εσύ πρόλαβες κανένα;», με ρωτάει. Σάμπως είμαστε φίλοι να του απαντήσω αλλά δεν βρίσκω κόλλημα να το κάνω.
«Ελάχιστα», παραδέχομαι. Θυσίασα το καλοκαίρι μου ώστε να μαζέψω χρήματα.
«Θα επιστρέψεις σπίτι τώρα δηλαδή;», με ρωτάει.
«Υποθέτω, δεν έχω άλλο μάθημα μέχρι τις τέσσερις»
«Έχεις μέσο να γυρίσεις;», ζητάει να μάθει. «Δεν είδα το ποδήλατό σου πουθενά»
«Θα πάρω το λεωφορείο», γνέφει δείχνοντας σκεπτικός.
«Ρεβέκκα», μιλάει ύστερα από λίγο. «Μήπως έχεις χρόνο για έναν καφέ;»
«Καφέ;», επαναλαμβάνω και ο Θέμης κατανεύει. Η πρόταση του μου φαίνεται παράξενη. «Δεν το νομίζω. Δεν ξέρω καν πού θα καθίσουμε και μετά όταν χρειαστεί να επιστρέψω οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι από κίνηση», απορρίπτω ευγενικά την πρόταση του.
«Θα σε γυρίσω εγώ σπίτι με το αυτοκίνητο», λέει σοβαρός και ξεφυσώ με αγανάκτηση. Εννοεί το ίδιο αυτοκίνητο που κόντεψε να με πατήσει;
«Και το λέτε αυτό για να με πείσετε;», λέω με ένα γελάκι και κάνω να αφήσω τα ψιλά στον πάγκο ώστε να τα βρει η Παναγιώτα.
Ο Θέμης όμως τα κάνει πέρα και στη θέση τους ακουμπάει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ.
«Φοβάμαι πως θα επιμείνω», με κοιτάζει με εκείνο το ψυχρό, διαπεραστικό του βλέμμα. «Μπορείς να τα κρατήσεις αυτά αν θες», νεύει προς το κολατσιό μου.
Αινιγματικός φορώντας πάντα εκείνο το ανέκφραστο, στωικό του προσωπείο μετακινείται με χάρη αίλουρου προς την πόρτα.
«Περίμενε με εδώ. Θα φύγω να αφήσω τον Κυριάκο στο γυμναστήριο και θα είμαι πίσω σε δέκα λεπτά», δεν προλαβαίνω να φέρω αντίρρηση επειδή ο Θέμης έχει ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του και κατηφορίζει τα σκαλοπάτια κατευθυνόμενος στα γήπεδα κάτω.
![](https://img.wattpad.com/cover/355086030-288-k679789.jpg)
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Πρωταθλητές στην Αμαρτία (Βιβλίο 1ο)
Любовные романыΜια μοιραία συνάντηση, δύο αντίθετες ψυχές και ένας άκαυτος πόθος. Εκείνη αρνείται πως θα πέσει πρόθυμα στο κρεβάτι του. Εκείνος της ορκίζεται πως θα την κάνει δική του. Μια ανήθικη συμφωνία που θα πλέξει τις μοίρες δύο ανθρώπων σε έναν επικίνδυ...