Α' Μέρος - Κεφάλαιο (17)

559 79 19
                                    

Η αλήθεια είναι πως η ιδέα του Λάμπρου για νυχτερινή έξοδο έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Χρειάζομαι επειγόντως έναν αντιπερισπασμό.

Μη έχοντας πολλές επιλογές τραβώ από την κρεμάστρα ένα απλό, μαύρο φόρεμα που κολακεύει το σώμα μου καθώς εφαρμόζει τέλεια πάνω του και εφόσον είναι στράπλες θα χρειαστώ κάτι να καλυφθώ για μόλις πέσει η θερμοκρασία οπότε παίρνω και μία από τις χονδρές, αθλητικές μου ζακέτες.

Δεν έχω κάτι άλλο να διαθέσω.

Εννοείται πως δεν πρόκειται να βάλω τακούνια και διαλέγω ένα ζευγάρι από τα πιο καλοσυντηρημένα μου παπούτσια. Κάτι ασπρόμαυρα sneakers με ψηλή πλατφόρμα.

Το μαλλί ως συνήθως το μαζεύω σε έναν χόνδρο κότσο και για αλλαγή αφήνω δύο λεπτές μπροστινές τουφίτσες ελεύθερες. Φτάνει η ώρα για την απαιτητικότερη φάση που είναι φυσικά το μακιγιάζ. Θα το κρατήσω λιτό...

Ο Λάμπρος μπουκάρει την ώρα που φοράω το κραγιόν μου.

«Άντε, είσαι έτοιμη;», δεν είμαι καθόλου καλή με τα βαψίματα. Δεν ξέρω καν να τονίζω τα δυνατά μου σημεία. Τουλάχιστον περνάω τη μάσκαρα στις βλεφαρίδες χωρίς να μουντζουρώσω τα μάτια. «Woh!», ακούγεται ένα γοητευμένο επιφώνημα από πλευράς του.

«Τι;», δεν ξέρω τι είναι αυτό που χαζεύει. Με βάση τα όσα έχω δει να φοράνε άλλες κοπέλες θα έλεγα πως είμαι πολύ απλά ντυμένη.

«Δείχνεις... ωραία», επιλέγει να πει μέσα από όλες τις προστυχιές που γνωρίζω ότι σκέφτεται και εκτιμώ την εγκράτεια.

Ο ξάδερφος του μας παίρνει με το αυτοκίνητο και κατευθύνεται στο σπίτι του κολλητού του Λάμπρου. Για τελευταίο αφήνει τον δικό του γνωστό από το Ηράκλειο και οι τρεις τους χαχανίζουν πλακίζοντας με χαζά και ανώριμα αστεία που κανένα κορίτσι δεν θα έπρεπε να ακούει.

Ρίχνοντας κλεφτές ματιές προσέχω τα νοήματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους και αφορούν εμένα. Ο Λάμπρος είναι κάπου τέσσερα χρόνια μικρότερος μου, το ίδιο και ο φίλος του στα δεξιά μου. Πράγμα που σημαίνει ότι η ιδέα να πλευρίσουν με μια κοπέλα μεγαλύτερη της ηλικίας τους ξετινάζει τα επίπεδα τεστοστερόνης τους στα ύψη.

Έχω μάθει να μην ανησυχώ ωστόσο, ούτε και να αισθάνομαι άβολα. Νιώθω περήφανη για το σώμα μου και έχω αρκετή αυτοπεποίθηση και ενέργεια για να γρονθοκοπήσω τα μούτρα οποιουδήποτε με κοιτάξει στραβά ή τολμήσει να απλώσει τα κουλά του πάνω μου δίχως άδεια.

Δεν έχουμε φτάσει στον κεντρικό παραλιακό δρόμο όταν βλέπω πως έχω κλήση και μήνυμα από τον προϊστάμενο μου, τον κύριο Βαγγέλη.

«Πρέπει να έρθεις από εδώ», το μήνυμα του γράφει. «ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ», συμπληρώνει με γράμματα κεφαλαία, πράγμα που δεν συνηθίζει επομένως με πιάνει πανικός.

«Αυτήν τη στιγμή;», στέλνω πίσω.

«Ναι», έρχεται λακωνική η απάντηση του. «Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς»

Και πολύ φοβάμαι πως ξέρω περί τίνος πρόκειται. Πίεσα την τύχη μου με τον Θέμη σήμερα όταν τον έδιωξα από την προπόνηση. Αυτό ήταν, σκέφτομαι. Την έχω χαμένη τη συστατική επιστολή.

«Μπορούμε να κάνουμε μία στάση;», ζητώ από τον ξάδερφο του Λάμπρου, τον Κωστή και αφού δέχεται τηλεφωνεί στον φίλο του να πει ότι θα αργήσει.

Περιμένουν με το αυτοκίνητο στο ρελαντί στο πάρκινγκ έξω από την ακαδημία και με τον μετρητή του άγχους μου να έχει χτυπήσει κόκκινο περνώ μέσα από το κυλικείο στον μικρόστενο διάδρομο που οδηγεί στο γραφείο του κύριου Βαγγέλη και σπρώχνω με προσοχή την πόρτα.

Κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα πίσω από το ξύλινο γραφείο του με ένα ζαβλακωμένο χαμόγελο καμπυλωμένο στο ανήσυχο πρόσωπο του. Μπροστά στην καρέκλα απέναντι του κάθεται ο Θέμης.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Where stories live. Discover now