Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (99) : Πληγωμένες Καρδιές

442 55 91
                                    

Η έκφραση του προσώπου του σκληραίνει με τα χαρακτηριστικά να αλλοιώνονται από την οργή σε έντονες κορυφές με γωνίες που ετοιμάζονται να τρυπήσουν το τεντωμένο δέρμα. Με κοιτάζει προδομένος, η απογοήτευση στο βλέμμα του μπορεί κάλλιστα να με κόψει στα δυο σαν σπαθί.

«Θέμη», ψελλίζω το όνομα του την στιγμή που κλείνει με δύναμη την πόρτα πίσω του. Σπρώχνω τον Τέο περνώντας βιαστική την μπλούζα πάνω από το κεφάλι μου νιώθοντας τον θυμό να βράζει μέσα μου συγκαλυμμένο από την θλίψη και τις ενοχές μου.

«Μείνε εδώ!», γαβγίζω στο μέρος του Τέο ενώ κουτσαίνω προσπαθώντας να φορέσω τα παπούτσια μου. Είμαι ένα κινούμενο χάος από ρούχα και μαλλιά που τινάζονται πέρα δώθε. «Το εννοώ αυτήν την φορά», αρκετή ζημιά προκάλεσε.

Τρέχω βιαστική στις σκάλες να μάθω πόση από αυτήν μπορώ να επιδιορθώσω. Το ξέρω ότι αυτό που είδε με τα ίδια του τα μάτια δεν εξηγείται διαφορετικά, αλλά ελπίζω να πιστέψει εμένα.

Η αδρεναλίνη έχει κεράσει το αίμα στις φλέβες μου σε αυτό το σημείο. Κατεβαίνω δυο δυο τα σκαλοπάτια διακινδυνεύοντας να κουτρουβαλήσω σαν σακί με πατάτες αλλά ευτυχώς τα καταφέρνω ως το ισόγειο σώα και αβλαβής.

«Περίμενε!», φωνάζω στον Θέμη που κατευθύνεται στο αυτοκίνητο του. Τρέχω καταπάνω του προφταίνοντας τον και σταματάω στεκόμενη ακριβώς μπροστά του. Τον εμποδίζω να προχωρήσει παραπέρα. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», λαχανιάζω. Πόσο κούφιο άραγε να ακούστηκε αυτό;

Πόσο κοινό και συνηθισμένο; Αλλά δεν είμαι κάνα ευφάνταστο άτομο. Δεν ξέρω ποια ειλικρινή λόγια να επιστρατεύσω προκειμένου να τον κάνω να με πιστέψει.

Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώνονται σε ένα ψυχρό μειδίαμα που συνοδεύονται από ένα επίσης ψυχρό γελάκι.

«Έλα τώρα. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να σκαρφιστείς κάτι περισσότερο... πρωτότυπο», όχι... Όχι αυτός ο τόνος. Μην φοράς την μάσκα Θέμη.

«Δεν μπορείς αλήθεια να πιστεύεις ότι εγώ... ότι εγώ θα...», πάνω σε μια στιγμή υστερίας αγγίζω τα μπράτσα του ανεβαίνοντας γοργά ως το πρόσωπο του που τινάζει απότομα μακριά μου.

«Πιστεύω αυτό που είδα με τα ίδια μου τα μάτια», κοιτάζοντας με με αποστροφή μου λέει.

«Δεν καταλαβαίνεις», πάνω που νόμιζα ότι είχα στερέψει από δάκρυα τώρα είναι λες έχουν τεθεί στον αυτόματο οι δακρυϊκοί μου πόροι. «Εκείνος με φίλησε», δεν είναι πως θέλω να τον κατηγορήσω, αλλά αυτό είναι που στα αλήθεια συνέβη. «Μπήκες ακριβώς τη στιγμή που το έκανε», το πρόσωπο μου είναι υγρό, η μύτη μου έχει μπουκώσει. Τα αισθήματα ξεχειλίζουν από μέσα μου σαν χείμαρρος αλλά ο Θέμης είναι ψυχρότερος κι από παγόβουνο.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία (Βιβλίο 1ο)Onde histórias criam vida. Descubra agora