Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο γιά τούς δούλους τοῦ Θεοῦ Αντρέι και Θεοφανώ πού συνδέονται αὐτή τή στιγμή μεταξύ τους μέ τό σύνδεσμο τοῦ γάμου, καί γιά τή σωτηρία τους.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά εὐλογήσει αὐτό τό γάμο, ὅπως εὐλόγησε ἐκεῖνον στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά χαρίσει σ᾿ αὐτούς σωφροσύνη καί καρποφορία γιά τό καλό τους, τήν εὐτυχία τους καί τή σωτηρία τους.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά εὐφρανθοῦν οἱ νεόνυμφοι ἀποκτώντας γιούς καί θυγατέρες.Ε σε αυτό δεν χρειαζόταν να βοηθήσει ο κύριος, σκέφτηκε ο Αντρέι.
Όχι με κακία βέβαια, γιατί πως θα μπορούσε να μιλάει έτσι για ένα πλάσμα αθώο.
Ένα πλάσμα που σε 8 μήνες θα ερχόταν σε αυτό τον κόσμο.
Θά μεταλάβω ἀπό τό ποτήρι πού πηγάζει ἡ σωτηρία καί θά ἐπικαλεστῶ μέ εὐγνωμοσύνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Το κρασί είχε αφήσει μια σταγόνα πάνω στα χείλια της που τον δελέαζε να τα γευτεί .
Σύνελθε , είπε στο εαυτό του.
Ἡσαΐα χόρευε ἀπό χαρά· ἡ Παρθένος Μαρία συνέλαβε καί γέννησε Υἱό τόν Ἐμμανουήλ, πού εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος μαζί· Ἀνατολή εἶναι τό ὄνομά του· αὐτόν δοξάζοντας, μακαρίζουμε τήν Παναγία Παρθένο.
Και χόρεψαν και αυτοί, όπως θα χόρευαν και αργότερα με τα γλέντια που θα γίνονταν στον πύργο μόλις ο Μάρκος μάθενε για τον γάμο τους, με τον Κοσμά να τους κρατά τα στέφανα.
Ο φρούραρχος όχι μόνο είχε αποδείξει την αξία του και στους δύο για το τι σόι άνθρωπος είναι , αλλά ο ίδιος πρότεινε κιόλας να τους παντρέψει.
"Να ζήσετε παιδιά μου." Είπε ο παπανικόδημος μόλις τελείωσε την τελετή.
"Σε ευχαριστούμε, πάτερ."του αποκρίθηκε η Θεοφανώ φιλοντας του το χέρι.
Η ώρα ήταν σίγουρα 7 , αφού ο ήλιος είχε πλέον αρχίσει να φαίνεται κίτρινος και λαμπερός από την ανατολή.
"Θα περάσουμε από τον πύργο για να αποχαιρετήσεις και τους υπόλοιπους και κατευθυνόμαστε για το λιμάνι. Εκεί έχει ο Κανέλλος ένα μικρό αποθηκάκι που θα περάσουμε την ώρα μας μέχρι να έρθει το πλοίο για Ρωσία."
"Αντρέι..."
"Με εμπιστεύεσαι; "
"Ναι."
"Τότε σου υπόσχομαι πως όλα θα πάνε καλά."
___________________________________________
Οι αποχερετισμοί ήταν κάτι που δεν χρειάστηκε ποτέ να βιώσει η Θεοφανώ, σε αντίθεση με τον Αντρέι.
Και δεν θα ήθελε ποτέ να τους ξανά ζήσει.
Το γεγονός πως δεν θα βρισκόταν ποτέ ξανά μαζί με τους ανθρώπους της που το είχε αγαπήσει, ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά.
Ο Αντρέι στεκόταν λίγο πιο πίσω , καθώς και αυτός έπρεπε να αποχαιρετήσει τον καλό του φίλο.
"My friend, I hope you have a safe trip back and may God give you everything that you and Theofano need ."
Ο Αντρέι του έσφιξε το χέρι και του έδωσε έναν φάκελο.
"Baku , in this envelope you'll find some money and a list of names. With this you will be able to return to your family and your country."
"Andrei, I can't accept this."
"You must, I insist."
"You are ξεροκέφαλος , you know that right?"
"I see you enjoy Kanellos company way too much."του είπε εκείνος χαμογελώντας.
Έπειτα ήρθε η σειρά του κουμπάρου τους.
"Να προσέχεις το κορίτσι μας , ακούς;"
"Δεν θα μπορούσα και αλλιώς."
"Με το πρώτο ταξίδι ο Κανέλλος μου είπε πως θα ανέβει και αυτός για λίγες μέρες, θα προσπαθήσω και εγώ."
Ο Αντρέι χάρισε ένα στραβό χαμόγελο.
"Είσαι σπαθί, Κοσμά."
"Τέτοια λες και με συγκινείς."του απάντησε ο φρούραρχος περιπαικτικά.
Η καμπάνες τις εκκλησίας ήχησαν, δίχως να αφήσουν χώρο για περισσότερους αποχερετισμούς.
Η ώρα είχε φτάσει.
"Θεοφανώ μου , πρέπει να φύγουμε."
"Ναι έχεις δίκιο."του απάντησε εκείνη μέσα από δάκρυα.
Την βοήθησε να ανέβει στο κάρο και πείρε την θέση δίπλα της , κρατώντας τα ηνία του αλόγου στα χέρια του.
"Καλό ταξίδι κορίτσι μου."
"Να μας γράφετε, μην μας ξεχάσετε."
"Ελάτε οπότε μπορέσετε, να δούμε και το μωρό."
Και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε η Θεοφανώ καθώς έβγαινε για τελευταία φορά από το μέρος που υπηρέτησε, δούλεψε, πόνεσε, γέλασε, έκλαψε, δημιούργησε μια οικογένεια και γκρέμισε μια άλλη.
Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
*Θα θέλατε να συνεχίσω αυτό το αυ σαν κανονική ιστορία, ή δεν θα θέλατε να δείτε κάτι παρόμοιο με αυτό της EMfcfae ?
YOU ARE READING
τι θα μπορούσε να γίνει
Fanfictionδιάφορες ιστορίες αυ για τους ΘΑ. Συνήθως one-shots αλλά θα δείξει.