Όποιος πίστευε πως ο Αντρέας Λάσκαρης άντεξε τρία χρόνια χωρίς την γυναίκα πριν αποδημίση για ένα την βρει στον άλλο κόσμο, είναι γελασμένος .
Η αλλαγή ήταν φανερή σε όλους , δεν ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τους ζωντανούς από τους νεκρούς.
Όμως εάν παρατηρούσες αρκετά προσεκτικά θα έβλεπες όχι μόνο της ρωγμές της λυπημένης και εξουθενωμένης εικόνας του , αλλά μια εμμονή.
Με εμμονή με το πόση ώρα είχε περάσει, λες και κυνηγούσε κάτι και φοβόταν να μην του ξεφύγει.
Και όντως κυνηγούσε κάτι.
Κυνηγούσε την μορφή της που τον επισκεπτόταν τα βράδια.
Μόνο τότε ηρεμούσε, μόνο τότε μπορούσε να είναι άνθρωπος.
Κάθε φορά που έμπαινε στον όντα του , αφού όλοι είχαν πλέον κοιμηθεί, έβλεπε την φιγούρα της με τα ξανθά σγουρά μαλλιά της να κοιτούν προς το παράθυρο.
Εκείνος κλείδωνε την πόρτα, προστατεύοντας αυτή την σύνδεση που είχαν ανάμεσα στους δύο κόσμους.
"Πως ήταν η μέρα σου;" Των ρωτούσε κάθε φορά, ενώ και οι δύο ήξεραν πως το πνεύμα της στοίχειωνε τους τοίχους αυτό του πύργου.
Όμως δεν της χάλαγε χατίρι ποτέ , πως θα μπορούσε;
Έτσι μιλούσαν με τις ώρες μέχρι να τον πάρει ο ύπνος στην αγκάλη της.
Άλλες βραδιές όμως ένιωθε πολύ νεκρός για να αρκεστεί σε μια αγκαλιά της.
Και μόνο το φιλί της μπορούσε να τον αναστήσει.
Ευχαριστεί ώρες ώρες τον εαυτό του που αποφάσισε να διαλέξει το πιο απομακρυσμένο δωμάτιο.
Αλλιώς όλοι θα άκουγαν τα αγκομαχητά, τις κομμένες του ανάσες και την κλίνη να τρίζει κάθε λίγο και λιγάκι.
Ήταν πλέον σίγουρος πως η ζωή του είχε μόνο νόημα όταν ο ήλιος έπεφτε σε λήθαργο και την θέση του έπαιρνε η σελήνη.
Έτσι πάντα ξυπνούσε πολύ αργά, εκτός και αν τον ξύπναγε ο μικρός Τζανέτος.
Δεν έτρωγε ποτέ σχεδόν πρωινό, αφού ποτέ δεν προλάβαινε να ξυπνήσει στην ώρα του , κουρασμένος από τις βραδινές επισκέψεις.
Ο Κανέλλος και ο Κοσμάς ανησυχούσαν ιδιαίτερα για αυτή την κατάσταση του , όμως πόσο μπορούσαν να μιλήσουν και αυτοί ;
Άμα ο Αντρέι τολμούσε να μιλήσει, θα τον παίρνανε για τρελό.
Όχι πως δεν ήταν .
Η ιδέα του θανάτου ήταν πλέον μόνη στο κεφάλι του.
Πολλές φορές είχε προσπαθήσει να πάρει την ζωή του , όμως εκείνη ποτέ δεν τον άφηνε.
"Έχεις ένα σκοπό να εκπληρώσεις, αγάπη μου . Δεν μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις αυτό."
"Δεν αντέχω άλλο μακριά σου."
"Το ξέρω ψυχή μου , το ξέρω. Κρατά λίγο ακόμα για χάρη μου , σε παρακαλώ ."
Έτσι προσπαθούσε να αρκεστεί στον πόνο που του πρόσφεραν οι μελανιές που είχε αποκτήσει από τις συναντήσεις τους , ενώ πραγματικά ήθελε μια μαχαίρια στην καρδιά που θα του θεράπευε όλες τις πληγές του, αφού θα τον οδηγούσε σε εκείνη.
"Αντρέι, τι είναι αυτές οι μελανιές;"
"Ποιες μελανιές Κανέλλο;"
"Από αυτές που έχεις γεμίσει. Σε είδε ο Λουκάς όταν μπήκε στον όντα σου της προάλλες. Άσε τις δικαιολογίες."
"Απλά έπεσα τις προάλλες. Τίποτα σημαντικό ."
"Τουφέκι μου σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν έχεις φτάσει σε σημείο να τιμωρείς τον εαυτό σου . Δεν φταίς εσύ για όσα έγιναν."
"Κανέλλο ηρέμησε, τίποτα από αυτά δεν ισχύουν."
Τι να του έλεγε, ότι την συντάει κάθε βράδυ;
Ο μόνος άνθρωπος που τον πίστευε ήταν ο γιος της , που είχε και αυτός το χάρισμα της.
Ένα βράδυ η πόρτα του χτύπησε σιγά και μια φωνούλα ακούστηκε από την άλλη άκρη.
"Θείε;"
Η Θεοφανώ του έγνευσε να ανοίξει την πόρτα.
"Τι έγινε αγόρι μου;"τον ρώτησε ο Αντρέι σηκώνοντας των στα χέρια του.
"Είχα έναν εφιάλτη."
"Θες να μου πεις για αυτό;"
Το αγοράκι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
"Μπορείτε να μου πείτε ένα παραμύθι;"είπε ο μικρός όση ώρα η μητέρα του του χάιδευε τις μπούκλες.
"Ποιοί αγόρι μου;"
"Εσύ και η μαμά μου ."
Ο Αντρέι προσπάθησε να μην δείξει ταραγμένος καθώς ξάπλωσε δίπλα από τον Τζανέτο, που βρήκε την θέση του ανάμεσα στους γονείς του.
"Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας, που έφυγε από τον τόπο του για να φέρει την ιδέα της ελευθερίας σε άλλα μέρη...."
___________________________________________
Την μέρα που ορκίστηκε στην Αρεόπολη, ήταν και η τελευταία μέρα που την είδε.
Δεν θα μπορούσε έτσι και αλλιώς να την συναντήσει στο στρατόπεδο.
Όμως αυτό για τον Αντρέι ήταν το σημάδι που χρειαζόταν.
Η ώρα του είχε φτάσει , είχε ολοκληρώσει πλέον τον σκοπό του .
Ήταν πλέον ελεύθερος να την βρει.
Έτσι και έγινε, καθώς η μαχαίρα του έσκιζε τα σοθηκά.
Όταν ξεψύχησε στα χέρια του θείου του , οι τελευταίες του λέξεις ήταν οι εξής
"Έρχομαι ψυχή μου."
YOU ARE READING
τι θα μπορούσε να γίνει
Fanfictionδιάφορες ιστορίες αυ για τους ΘΑ. Συνήθως one-shots αλλά θα δείξει.