ΚΕΦΆΛΑΙΟ 8

15 5 11
                                    


Οδυσσέας

Φτάνουμε στο μαγαζί λίγη ώρα μετά. Αφήνω τα κορίτσια πίσω μου, και μπαίνω μέσα για να βρω τον Μάριο.

Με τον Μάριο είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά. Ο πατέρας του έχει την ταβέρνα, κι αυτός δουλεύει ως σερβιτόρος.

Μόλις ξύπνησα, σήμερα το μεσημέρι, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι πως πρέπει να τη δω. Έτσι, πήρα τηλέφωνο την Ναταλία να κανονίσει να βγούμε. Αυτή βέβαια πήρε την κυρία Εύα τηλέφωνο για να το πει στα κορίτσια, αλλά το αποτέλεσμα μετράει.
Οπότε, πήρα τηλέφωνο τον Μάριο και του είπα να κρατήσει ένα τραπέζι για εμάς.

Πίνω λίγο από το κρασί μου, και τα μάτια μου πάνε αυτόματα πάνω της.
Το πρόσωπο της έχει γίνει κόκκινο -δεν ξέρω αν είναι από το κρασί- και την βλέπω να γελάει με κάτι που είπε η Ίριδα.
Το ένα λακακι κάνει την εμφάνιση το, κα μάτια της είναι κλειστά.

Την παρατηρώ.
Ξεκινάω από τα μαλλιά της που είναι πιασμένα ψηλά. Πάω στα φρύδια της, στα μάτια, στη μύτη, στο στόμα, και κατεβαίνω προς τον λαιμό της. Όλα πάνω της είναι άρτια, είναι υπέροχα.

Συνεχίζει να γελάει κι εγώ την χαζεύω.

Γυρίζει να με κοιτάξει, και την βλέπω να κοκκινίζει ακόμα περισσότερο. Τα χείλη μου σχηματίζουν αμέσως ένα χαμόγελο και υγραίνω με τη γλώσσα μου τα χείλη μου. Τα μάτια της πάνε κατευθείαν εκεί, και μένουν για λίγα δευτερόλεπτα, πρώτου ξανασυναντησουν τα μάτια μου.

<<Παιδιά τι λέει; Να πάρουμε και κανένα ποπ κορν;>> ρωτάει γελώντας η Ναταλία.

<<Άντε βρε>> λέω τάχα σοβαρά.

<<Λοιπόν -μας διακόπτει η Ίριδα- σε τι θα πιούμε;>> ρωτάει σηκώνοντας το ποτήρι ψηλά.

<<Στην γνωριμία μας>> απαντάει η Λήδα και μιμούμαστε την κίνηση της.

Το χέρι μου μένει μετέωρο, τα φρύδια μου σμίγουν στη συνειδητοποιηση.

<<Αύριο το πρωί φεύγετε;>>ρωτάω χαμηλόφωνα.

Βλέπω την Λήδα να κοιτάζει την Ίριδα, και μετά να γνέφει θετικά.
Κάνω μια προσπάθεια να χαμογελάσω, μα αποτυγχάνω. Προσπαθώ να αλλάξω συζήτηση. Αυτό το καταφέρνω.

Λήδα

Η ώρα έχει πάει αργά. Ακόμα καθόμαστε στη ταβέρνα, και είμαστε από τους τελευταίους που μείναμε.

Βλέπω τον Οδυσσέα να γελάει χωρίς σταματημό. Παίρνει το μπουκάλι με το κρασί στο χέρι του, και πάει να βάλει στο ποτήρι του.
Πριν προλάβει να το γεμίσει βάζω το χέρι μου από πάνω του, και βλέπω να φρύδια του να σμίγουν ενώ κοιτάει το χέρι μου.
Προσπαθώ να μείνω σοβαρή με το πόσο αργά σκέφτεται αυτή τη στιγμή.
Σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάει χαμένος.

Η Επιμονή ΣουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora