Οδυσσέας
Περίπου μία ώρα μετά, βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο, ενώ προχωράμε κατευθυνόμενοι προς την έξοδο. Μόλις έκλεισε η Ναταλία το τηλέφωνο με την Ίριδα, η οποία επέμενε να έρθει να μας πάρει, αλλά αρνηθηκαμε.
Μόλις βγαίνω από την πόρτα του αεροδρομίου, βλέπω τον θείο μου να μιλάει στο τηλέφωνο. Την στιγμή που με αντιλαμβάνεται, κλείνει αμέσως το τηλέφωνο ενώ έρχεται με γρήγορα βήματα προς το μέρος μου, και με κλείνει στην αγκαλιά του, χτυπώντας με "αντρικά" στην πλάτη.
Αφού τον σύστησα στην Ναταλία, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ενώ μου μιλάει για την σχολή, τα μάτια μου είναι έξω από το παράθυρο. Πρώτη φορά βρίσκομαι σε μια τόσο μεγάλη πόλη, και πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα.
Έχει ήλιο και πολύ ζέστη, μα παρόλα αυτά οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ανθρώπους. Η συζήτηση αλλάζει, και μου μιλάει για το σπίτι στο οποίο κανόνισε να μείνουμε, αλλά δεν δίνω πολύ σημασία αφού τα μάτια και το μυαλό μου είναι έξω, στους ανθρώπους που περπατάνε, στα αυτοκίνητα που περνάνε, στα πάρκα, και στις οικοδομές.
Η ώρα μας βρίσκει ξαπλωμένους στον καναπέ του σπιτιού, να βλέπουμε ένα επεισόδιο από μια παλιά ελληνική σειρά, τρώγοντας σουβλάκια.
Ο θείος μου είναι αρκετά χρόνια μικρότερος από τη μαμά μου, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που είμαστε πολύ κοντά.
Μπορεί να κάνουμε αρκετό καιρό να μιλήσουμε, μα όταν βρεθούμε είναι σαν να είμαστε κάθε μέρα μαζί.Αφού κανονίσαμε να πάμε για καφέ μια από αυτές τις μέρες για να τα πούμε, έφυγε αφήνοντάς μας τα κλειδιά του σπιτιού.
Μόλις κλείνει η πόρτα, σημάδι πως ο θείος μου έφυγε, η Ναταλία πέφτει πάνω στην αγκαλιά μου ενθουσιασμένη.
<<Δεν το πιστεύω ότι θα μείνουμε μαζί>>λέει χαμογελώντας, και δεν μπορώ παρά να κάνω το ίδιο.
<<Βγαίνουμε να το γιορτάσουμε;>>ρωτάω με ένα στραβό χαμόγελο την Ναταλία, η οποία χτυπάει γρήγορα παλαμάκια, ενώ σηκώνεται από τον καναπέ πηγαίνοντας την βαλίτσα της στο δωμάτιο της. Την ακούω να μουρμουριζει κάτι που δεν καταλαβαίνω για ρούχα και παπούτσια, αλλά δεν δίνω σημασία.
Το κινητό μου χτυπάει και το παίρνω στα χέρια, για να δω ποιος είναι.
<<Πώς πάει η μετακόμιση, ενοχλώ;>>ακούγεται η φωνή της Λήδας, και αμέσως χαμογελάω.