Λήδα
<<Βρε Οδυσσέα μου πες μου>>παρακαλάω, και τον ακούω να ρουφάει τη μύτη του.
<<Θέλω να σε δω, έχω ανάγκη να σε δω>>ακούγεται η τσακισμένη του φωνή. Νιώθω την καρδιά μου να σταματάει, μα στην πραγματικότητα οι χτύποι της είναι εκκωφαντικοι.
Τι είπε;
<<Οδυσσέα- >>είμαι έτοιμη να μιλήσω, μα με διακόπτει.
<<Δεν μπορώ, κουράστηκα. Κουράστηκα πολύ. Η ζωή μου είναι ένα χάος. Κι εγώ πρέπει να το υποστώ. Δεν ξέρω τι να κάνω>>λέει, ενώ νιωθω τα δάκρυα του.
<<Οδυσσέα τι έχει γίνει;>>ρωτάω ψιθυριστά.
<<Είναι τόσα πολλά, που φοβάμαι πως-φοβάμαι πως δεν πρέπει να σου πω τίποτα>>
<<Σε παρακαλώ μίλα μου>>
<<Πρέπει να διαλέξω>>μιλάει σιγά, και σμιγω τα φρύδια μου μπερδεμένη.
<<Τι πράγμα;>>ρωτάω μπερδεμένη.
Μία μέρα πριν...
Οδυσσέας
<<Μαμά φέρε μου το τηλέφωνο ΤΏΡΑ>>φωνάζω για δεύτερη φορά, μα δεν με ακούει.
<<Οδυσσέα θέλω να ηρεμήσεις>>
<<Να ηρεμήσω; Να ηρεμήσω; Είσαι καθόλου καλά; Γυρνάω σπίτι και σε βλέπω έτσι, και θέλεις να μείνω ήρεμος;>>
<<Σε παρακαλώ μην καλέσεις της αστυνομία>>
<<Όχι δεν κατάλαβες καλά, δεν είμαι πια δέκα χρόνων για να κάνω ό,τι μου λες. Θα μπει μέσα ο μπάσταρδος>>λέω αγριεμενα.
<<Επειδή ήπιε και μέθυσε έγινε Οδυσσέα δεν θα ξαναγίνει>>
<<Πόσες φορές μου το έχεις πει αυτό ε; Αμέτρητες. Για να μη μιλήσω για τα λόγια. "Αγόρι μου ο μπαμπάς είναι καλός άνθρωπος" "Δεν το κάνει επίτηδες" "Μιλάει το ποτο" >>μιμούμαι την φωνή της, και την βλέπω να σκυβει το κεφάλι.
Παίρνω μία βαθιά ανάσα και κάθομαι στο κρεβάτι μου.<<Μαμά αν δεν τον σταματήσουμε θα το κάνει ξανά, και όσο περνάει ο καιρός θα χειροτερεύει. Σήμερα είναι μελανιές, αύριο τι θα είναι; Μπορεί να σε σκοτώσει για όνομα>>νευριάζω ενώ σηκώνομαι, και χτυπάω με τις γροθιές μου την πόρτα του δωματίου μου.
<<Οδυσσέα μου έχει πει πως αν τον δώσω στην αστυνομία, θα σε σκοτώσει>>παραδέχεται, και μένω εμβρόντητη.