Ποτέ δεν ονειρευόμουν στα είκοσι δύο μου να εργάζομαι ως σερβιτόρα, αλλά πολλές φορές μας τυχαίνουν όλα όσα ποτέ δεν φανταζόμασταν. Ή θέλαμε.
Δεν παραπονιέμαι. Καλά, ίσως να παραπονιέμαι λίγο αλλά δεν έχω κάτι εναντίων των σερβιτόρων, απλά συχνά θα ήθελα να έκανα κάτι άλλο από αυτό που κάνω. Το έχω συνηθίσει αλλά αυτό με τρομάζει ακόμη περισσότερο. Οι συνήθειες δύσκολα φεύγουν και έχοντας τις συνήθειες που έχω, το να τις ξεφορτωνόμουν θα ήταν το ιδανικό. Αλλά αυτό προς το παρόν μοιάζει με άπιαστο όνειρο και σύντομα δεν θα μοιάζει μόνο αλλά θα είναι.
Αν δεν καταφέρω να τελειώσω το διήγημα μου και να πείσω μια ομάδα ανθρώπων πως αξίζει να επενδύσουν σε αυτό και να το εκδώσουν, δεν θα γίνω ποτέ συγγραφέας. Θα αλλάζω δουλειές την μια μετά την άλλη μέχρι να βρω κάτι που θα με καλύπτει αλλά αυτό το κάτι δεν νομίζω πως θα βρεθεί ποτέ.
Αν δεν είχα μπλοκάρει τόσο με το βιβλίο μου—αν κατάφερνα να το τελειώσω...τέλος πάντων.
Η πραγματικότητα μου αυτή την στιγμή είναι μια και δεδομένη. Όσο και να θέλω να την αλλάξω, αν δεν βρω μια δουλειά για να μπορέσω να ζήσω, δεν θα την αλλάξω ποτέ.
Πήρα μια ανάσα και κοίταξα το κτήριο μπροστά μου. Όλοι αρχίζουμε από κάπου έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν εγώ διάλεξα να αρχίσω από εδώ, αν και διάλεξα δεν είναι η καταλληλότερη λέξη για την περίσταση μου αλλά...
Έφερα μερικές μπούκλες μπροστά από τον δεξί μου ώμο και άνοιξα την μαύρη, πολυτελή μπορώ να πω πόρτα μπροστά μου.
Δεν ήταν η πρώτη μου δουλειά, αλλά το άγχος ήταν σίγουρα παρόν.
Πρακτικά είχα προσληφθεί ήδη, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα μπορούσαν να με απολύσουν από την πρώτη μου μέρα στο cafe.
Η μουσική ήταν σιγανή, σχεδόν σαν ψίθυρος πάνω από τις φωνές των πελατών. Με το που έμπαινες μέσα μπορούσες να νιώσεις τι κάνει αυτό το cafe να διαφέρει από όλα τα άλλα στην περιοχή.
Ήταν πολυτελές όσο και όσο, αλλά ήξερες με το που πατούσες το πόδι σου μέσα σε αυτό τον χώρο ότι δεν άνηκε σε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύπνησε μια μέρα με την ιδέα να ανοίξει μια επιχείρηση. Ήξερες ότι θυσίασε πολλά για να το κάνει.
"Δεσποινίς Lia." Η βαριά φωνή από πίσω μου με ξύπνησε από τις σκέψεις μου και γύρισα το σώμα μου προς το μέρος της αν και ήξερα σε ποιον ανήκει.
"Κύριε Armer." Φορούσε ένα μπλε κουστούμι, τα μαλλιά του φτιαγμένα στην πένα και ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα με αρκετές άσπρες τούφες. Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας.
YOU ARE READING
Η Χαμένη Έχθρα
RomanceΉμουν η τύχη ενώ εκείνος πίστευε πως ήμουν η ατυχία. Είχα ορκιστεί να τον μισώ όπως και εκείνος εμένα. Να τον ερωτευτώ όμως δεν ήταν επιλογή μου. _________ Βιβλίο 2