Ήθελα να την σκοτώσω. Το είχα συνηθίσει αλλά αυτό που δεν είχα συνηθίσει ήταν ότι ήθελα να την φιλήσω. Θα το έκανα, ήμουν τόσο κοντά, τόσο κοντά στο να χάσω.
Όσο και αν ήθελα να ανακαλύψω αν τα χείλη της ήταν τόσο απαλά όσο το δέρμα της, τόσο πολύ ήθελα μην ενδώσω στον πειρασμό, να μην της δώσω την ευχαρίστηση πως νίκησε ενώ εγώ έχασα. Δεν μου άρεσε να χάνω, δεν ήθελα να χάνω, ποτέ δεν το έκανα. Όχι τουλάχιστον πριν μπει στη ζωή μου. Αν ήταν όσο τυχερή έλεγε, τότε και εγώ ήμουν όσο άτυχος ένιωθα πως ήμουν όσο εκείνη ήταν κοντά μου.
Ήταν απλά ένας πειρασμός στον οποίο έπρεπε να αντισταθώ για το καλό μου. Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως δύο ζαφειρένια μάτια και σγουρά ξανθά μαλλιά, θα με έκαναν να χάσω το μυαλό μου.
Ήταν γελοίο, πριν μπει στην ζωή μου είχα τα πάντα σε τάξη. Τώρα το αυτοκίνητο μου μύριζε ακόμη το άρωμα της και όπου κοιτούσες έβρισκες μια ξανθιά μπούκλα. Τα αντικείμενα στο γραφείο μου ήταν πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο αλλά τώρα το πληκτρολόγιο μου ήταν πιο κοντά στον υπολογιστή μου τουλάχιστον πέντε εκατοστά σε σχέση με πριν, αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν πως δεν το τοποθέτησα ξανά πίσω στην θέση του, πως δεν κάλυψα την μυρωδιά του γιασεμιού στο αυτοκίνητο μου από ένα οποιοδήποτε άλλο άρωμα, ούτε το ότι δεν καθάρισα το αυτοκίνητο μου από τα μαλλιά της—το χειρότερο ήταν πως δεν με πείραζε να μείνουν όλα έτσι όπως μου τα έκανε, βασικά δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα.
“Είναι εξαιρετικό το γεύμα κυρία Dalia, δεν είχα ιδέα πως είστε τόσο καλή μαγείρισσα.” Η Lia έτρωγε την δεύτερη μερίδα της, λέγοντας μας για χιλιοστή φορά πόσο της αρέσει το γεύμα που μας έφτιαξε η μητέρα μου. Είχα βαρεθεί να την ακούω. Η γαριδομακαρονάδα της μητέρας μου ήταν όντως πεντανόστιμη όπως και όλα της τα πιάτα, αλλά αν το έλεγε μόνο μια φορά θα ήταν αρκετή, δεν χρειαζόταν να το πει τουλάχιστον πέντε φορές. Το καταλάβαμε από την πρώτη. “Αλήθεια, πως μάθατε να μαγειρεύεται τόσο καλά;” Αν δεν ήταν η Lia, το τραπέζι θα ήταν πολύ ήσυχο, σιωπηλό. Ο πατέρας μου πάντα ακόμη και την ώρα του φαγητού ήταν απορροφημένος με την επιχείρηση του, εγώ απλά δεν ήθελα ποτέ να κάνω συζητήσεις οι οποίες δεν ήταν απόλυτα απαραίτητες, και η μητέρα μου είχε συνηθίσει πλέον να τρώει μόνη της όλα αυτά τα χρόνια γι’ αυτό δεν την ένοιαζε τόσο να μιλάει για να γεμίζει την σιωπή.
Τα περισσότερα χρόνια τρώγαμε μαζί στην τραπεζαρία αφού ο πατέρας μου πάντα έλειπε, αλλά μεγαλώνοντας είχα μάθει να λείπω και εγώ. Είχα το πανεπιστήμιο, τις προπονήσεις, την δουλειά και άλλες φορές έλειπα γιατί απλά είχα βαρεθεί να προσποιούμε πως ήμαστε μια δεμένη οικογένεια. Δεν ήμασταν ποτέ.
BINABASA MO ANG
Η Χαμένη Έχθρα
RomanceΉμουν η τύχη ενώ εκείνος πίστευε πως ήμουν η ατυχία. Είχα ορκιστεί να τον μισώ όπως και εκείνος εμένα. Να τον ερωτευτώ όμως δεν ήταν επιλογή μου. _________ Βιβλίο 2