Έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Ethan όπως του υποσχέθηκα. Απάντησε από το πρώτο κιόλας κτύπημα. "Είμαι από κάτω." Είπε αμέσως. Στάθηκα μπροστά από το παράθυρο του σαλονιού μου και είδα το αυτοκίνητο του παρκαρισμένο έξω από το σπίτι μου.
Έκλεισα το τηλέφωνο και προχώρησα έξω. Ήμουν ακόμη επηρεασμένη από την συνάντηση με τον πατέρα μου αλλά δεν έπρεπε να το δείξω.
Αν ήταν ήδη έξω από το σπίτι μου πριν του τηλεφωνήσω, τότε ίσως να είδε τον πατέρα μου να φεύγει. Ίσως να του μίλησε, ίσως να του τα είπε όλα. Δεν θα άντεχα αν ήξερε την αλήθεια.
Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, αμέσως μύρισα το γνώριμο άρωμα του αλλά μπορούσα να μυρίσω και το δικό μου. Μπορούσα να το μυρίσω κάθε φορά που έμπαινα στο αυτοκίνητο μου και ενώ μου άρεσε να ξέρω πως κάτι δικό του όπως το αμάξι του είχε την μυρωδιά μου, με τρόμαζε. Δεν ήξερα γιατί ακριβώς, ήξερα μόνο πως έτσι ένιωθα.
"Θα ανέβαινα πάνω αλλά με πρόλαβες." Έδειχνε προβληματισμένος, τα φρύδια του ήταν πιο σουφρωμένα από ότι συνήθως.
"Δεν χρειαζόταν να έρθεις. Σου υποσχέθηκα πως θα σου τηλεφωνούσα." Ο τρόπος με τον οποίο βγήκαν οι λέξεις από το στόμα μου ακούστηκε κάπως απότομος. Δεν είχε να κάνει μαζί του, ήμουν πιεσμένη με την κατάσταση με τον πατέρα μου. Ευτυχώς δεν έδειξε να τον πειράζει ο τρόπος μου. Έδειχνε όμως ακόμη προβληματισμένος. Ήταν λογικό.
"Θα μου πεις τι έγινε;" Κοίταξα αλλού, οπουδήποτε αλλού εκτός από τα μάτια του.
"Δεν- δεν νιώθω έτοιμη ακόμα." Έπιασε το χέρι μου. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό όπως πάντα. Μου άρεσε η αίσθηση του χεριού του πάνω από το δικό μου. Σκληρό αλλά ζεστό και προστατευτικό. Ένιωθα ασφάλεια μαζί του, προστασία. Του είχα δείξει τον χειρότερο και τον καλύτερο μου εαυτό, θα πίστευε κανείς ότι με ήξερε, αλλά δεν ήταν έτσι. Αν ήξερε για το παρελθόν μου θα με έβλεπε για αυτό που πραγματικά είμαι. Δολοφόνος, αναίσθητη-δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.
"Πες μου τουλάχιστον αν είσαι καλά." Είχα συνηθίσει να βλέπω στα μάτια του οργή όταν με κοιτούσε. Να ακούω ειρωνεία όταν μου μιλούσε και να νιώθω ότι απεχθάνεται την παρουσία μου, όπως και εγώ την δική του. Όταν δεν ήθελε ούτε να με βλέπει ήταν όλα πιο εύκολα. Όταν με αποκαλούσε Cecilia ήταν πιο εύκολο να τον μισώ γιατί μου θύμιζε εκείνον, αλλά τώρα με φώναζε Lia, τώρα με κοιτούσε με στοργή σαν να με νοιάζεται πραγματικά. Τώρα δεν μου μιλούσε με ειρωνεία-τις περισσότερες φορές τουλάχιστον-και ήθελε να είναι μαζί μου, αλλιώς δεν θα ερχόταν να με βρει, αλλιώς δεν θα ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο του τώρα.
YOU ARE READING
Η Χαμένη Έχθρα
RomanceΉμουν η τύχη ενώ εκείνος πίστευε πως ήμουν η ατυχία. Είχα ορκιστεί να τον μισώ όπως και εκείνος εμένα. Να τον ερωτευτώ όμως δεν ήταν επιλογή μου. _________ Βιβλίο 2