Montreal, 13 Μαρτίου, 10:23 π.μ
Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία. Δεν ήθελα να ξυπνήσω μα μια φωνή μέσα μου έλεγε πως έπρεπε. Αφού ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μερικές φορές θέλοντας να τα προσαρμόσω με το ελάχιστο φως που υπήρχε στο δωμάτιο σηκώθηκα. Έτριψα τα μάτια μου και τέντωσα το σώμα μου προς τα πίσω κάνοντας το να ξυπνήσει. Τι έγινε χθες; Θυμάμαι τον νεαρό.. Με πήρε στο αυτοκίνητο του και με έφερε...που με έφερε; Κοίταξα γύρω μου το χώρο μου. Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο. Μικρό και όμορφο μα συνάμα ψυχρό και απόμακρο. Τα μάτια μου έπεσαν σε ένα ηλεκτρονικό ρολόι που υπήρχε στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι. 10:23 μ.μ. Εντάξει Arabella, νομίζω πως αρκετά κοιμήθηκες. Κοίταξα το σώμα μου, το κάλυπταν μόνο τα εσώρουχα μου. Μάλιστα..
Στο τέλος του κρεβατιού υπήρχε μια μπλούζα, την άρπαξα και έπειτα την δοκίμασα πάνω μου. Αντρική.. Μη έχοντας άλλη επιλογή τη φόρεσα και αποφάσισα να περιπλανηθώ.
Άνοιξα την πόρτα και κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά στον μεγάλο διάδρομο προσπαθούσα να αποφασίσω σε ποια από τις δυο κατευθύνσεις θα ακολουθήσω. Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόμουν στο τέλος μια σκάλας με θεά το αγόρι από χθες. Καθόταν στον καναπέ δίχως μπλούζα και με τα πόδια απλωμένα πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι πίνοντας μπύρα. Να πλησιάσω;
Άρχισα να τον πλησιάζω, τα βήματα μου αργά και κοφτά. Είχα άγχος; Πολύ. Τον φοβόμουν; Για κάποιο περίεργο λόγο όχι. Δεν με είχε καταλάβει ακόμα, ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Κάτι τον βασάνιζε, σίγουρα. Ένα αγόρι στην ηλικία του υποτίθεται πως βγαίνει έξω, πως διασκεδάζει. Όχι να συχνάζει σε μέρη σαν αυτό που άνηκα μέχρι χθες. Έκατσα δίπλα του και μόνο τότε με κατάλαβε.
«Επιτέλους». Μουρμούρισε και έκατσε κανονικά. «Λίγο ακόμα και θα ερχόμουν να τσεκάρω αν ζεις. Πόσες ώρες κοιμάσαι;»
«Αρκετές. Είχα καιρό να κοιμηθώ καλά». Πράγμα που ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια, σε εκείνο το άθλιο μέρος. Πάντα θα υπήρχε κάποια να κλαίει. Ή άλλες φορές θα έμπαινε μέσα ο Riley διαλέγοντας ποια από τις κοπέλες θα διασκεδάσει αυτόν και τα υπόλοιπα σκυλιά αργά τη νύχτα. «Εσύ..εσύ με έγδυσες χθες;» συνέχισα.
«Τα ρούχα σου ήταν βρώμικα». Τυπικός, και ψυχρός. Απαντούσε ψυχρά σε κάθε μου ερώτηση ενώ η φωνή του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ψυχρή.
«Και αυτό; Δικό σου;» αναφέρθηκα στο μπλουζάκι .
«Εσύ τίνος λες;» Απλά σκάσε Arabella. Απλά κάνεις τα πράγματα χειρότερα.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και έπειτα σιωπή επικράτησε για λίγα λεπτά. Κοιταζόμασταν στα μάτια, κανένας από τους δυο δεν μιλούσε. Ανάσανε βαριά ενώ η μυρωδιά της μπύρας ήταν έντονη στη αναπνοή του. Εγώ από την άλλη αισθανόμουν να καίω κάτω από το βλέμμα του. Χαμήλωσα το βλέμμα μου στα χέρια μου τα οποία έμπλεξα μεταξύ τους και άρχισα να παίζω νευρικά. Ήθελα απλά να σταματήσει να με κοιτάει έτσι μα δεν το έκανε. Το αντίθετο θα έλεγα. Με κοιτούσε τόσο έντονα που ένιωθα το βλέμμα του να με καρφώνει. Με κοιτούσε και αισθανόμουν ένοχη. Ένοχη που βρίσκομαι μπροστά του και όχι εκεί που βρισκόμουν πριν λίγες ώρες. Με κοιτούσε σαν..σαν να μετανιώνει που είμαι εδώ μέσα. Σαν να με σιχαίνεται. Σαν να σιχαίνεται που με αγόρασε. Αγόρασε.. Αυτό έγινα τώρα πια; Ένα εμπόρευμα; Η ζωή σου παίζει πολύ αστεία παιχνίδια τελικά. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου τύχει. Ας πούμε πριν 19 μέρες όλα ήταν διαφορετικά στη ζωή μου. Σήμερα; Ανήκω, κυριολεκτικά ανήκω σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρω. Ακόμα και η αξία μου είναι φθηνή. 700 δολάρια. 700 δολάρια αξίζει ένας άνθρωπος; Και πιο λίγα.
«Με φοβάσαι;» η φωνή του έσπασε την άβολη σιωπή που επικρατούσε. Σήκωσα τη ματιά μου και τον κοίταξα. Τον φοβάσαι Arabella;
«Δεν ξέρω..Θα έπρεπε;»
Ήπιε την τελευταία γουλιά από την μπύρα του και έπειτα άφησε το γυάλινο μπουκάλι ατσούμπαλα στο τραπέζι.
«Πάμε να σου δείξω το σπίτι». Μουρμούρισε ψυχρά αγνοώντας την προηγούμενη μου ερώτηση.
Έπειτα από μερικά λεπτά, ίσως δέκα βρισκόμασταν στο τέλος της μικρής ξενάγησης που μου έκανε. Μου έδειξε τα πάντα. Από πού βρίσκεται το κάθε τι στην κουζίνα μέχρι και τι υπάρχει σε κάθε συρτάρι του μπάνιου. Το σπίτι του ήταν μεγάλο, θα έλεγα και όμορφο. Μα πολύ ψυχρό. Πολύ ψυχρό για κάποιον στην ηλικία του.
«Και αυτή ήταν η αποθήκη».
Θα έλεγα πως η ξενάγηση τελείωσε όταν το μάτι μου έπεσε σε μια πόρτα που παραδόξως μου ήταν άγνωστη. Ακόμα
«Εδώ τι είν..» πήγα να ανοίξω όταν με πρόλαβε και την έκλεισε ξανά με δύναμη. Με κράτησε δυνατά από το μπράτσο και η ανάσα του ήταν άστατη.
«Εδώ είναι το δωμάτιο μου. Δεν θέλω να σε δω ποτέ εδώ μέσα. Μπορείς να χρησιμοποιείς όποιο χώρο του σπιτιού θέλεις αλλά δεν θέλω να βρεθείς ποτέ στο δωμάτιο μου. Και ούτε για αστείο να σκεφτείς να ξανακάνεις αυτό που προηγήθηκε. Έγινα κατανοητός;»
Τι ήταν αυτό τώρα; Δηλαδή τι το κακό έχ- Σταμάτα Arabella. Με μάλωσε μια φωνή μες το μυαλό μου. Θα μπορούσε να σου ζητήσει ότι χειρότερο αν σκεφτείς ότι σε αγόρασε και από πού μάλιστα και σε πειράζει το γεγονός πως δεν θέλει να επεμβαίνεις στον προσωπικό του χώρο; Για το Θεό!
«Μάλιστα». Ψιθύρισα και τότε άφησε τη λαβή του.
Περπάτησα ως την πόρτα του δωματίου μου, δεν ξέρω καν έχω το δικαίωμα να το αποκαλώ δικό μου. Τέλος πάντων, μπροστά από το δωμάτιο το οποίο κοιμόμουν. Γύρισα και τον κοίταξα. Στεκόταν και με κοιτούσε.
«Θα μου πεις το όνομα σου;» μπορεί να μου το είπε χθες μα πραγματικά θυμάμαι ελάχιστα πράγματα.
«Justin». Απάντησε.
«Εμένα με λένε Arabella».
«Το ξέρω». Απάντησε και έπειτα από αυτό κλείστηκε στο δωμάτιο του χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
«Justin λοιπόν..» ψιθύρισα πριν μπω και εγώ στο δωμάτιο μου.
YOU ARE READING
MMDXVI
Teen FictionΤο χέρι του χάιδεψε απαλά την μέση μου τραβώντας προς το σώμα του. Η μυρωδιά του τσιγάρου σε ανάμειξη μέντας τρύπησε τα ρουθούνια μου κάνοντας την ανάγκη μου για αυτόν όλο και να μεγαλώνει. Τα χείλη του κοντά στα δικά μου σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Ήξ...