Montreal, 24 Μαρτίου, 8:45 π.μ
Άνοιξα απότομα τα ματιά μου αναπνέοντας βαριά. Τι εφιάλτης Θεέ μου. Κοίταξα την ώρα στο ρολόι που υπήρχε στο κομοδίνο, 8:46. Έκατσα στο κρεβάτι περνώντας βαθιές αναπνοές. Γιατί οι εφιάλτες πρέπει να είναι τόσο αληθινοί; Προσπάθησα να σηκώσω το κοκαλιάρικο σώμα μου και να περπατήσω όσο πιο αθόρυβα γίνεται έως το μπάνιο. Δεν ήθελα να ξυπνήσω τον Justin. Είναι τόσο απόμακρος, αλλά φυσικά, δεν τον κρίνω. Ζει με μια 14χρoνη πρώην πόρνη. Αλλά ακόμα να καταλάβω τον λόγο που με πήρε. Εννοώ, εάν δεν θέλει να τον ικανοποιήσω σεξουαλικά τότε γιατί με χρειάζεται; Ότι και να είναι τον ευχαριστώ που με έβγαλε από την κόλαση που ζούσα. Μπήκα στο μπάνιο και αφού βούρτσισα τα δόντια μου και έπλυνα το πρόσωπο μου, μπήκα στην κουζίνα και μου έφτιαξα μια κούπα ζεστού καφέ. Το στομάχι μου σιγά σιγά αρχίζει να δέχεται μικρές ποσότητες φαγητού. Όταν ήπια και την τελευταία γουλιά, έπλυνα το ποτήρι και το έβαλα πίσω στην θέση του. Δεν έχω ιδέα από που βγάζει λεφτά, το μόνο που ξέρω είναι πως φεύγει αργά και έρχεται ξημερώματα. Αποφάσισα να συμμαζέψω το διαμέρισμα λίγο. Δεν μου είπε ο Justin να το κάνω, αλλά είναι κάτι που θέλω να κάνω. Ένας τρόπος να τον ευχαριστήσω. Όταν τελείωσα, σκέφτηκα να του φτιάξω τίποτα να φάει αλλά δεν έχω ιδέα τι τρώει και έτσι το άφησα. Μπήκα στο δωμάτιο και έκατσα στο κρεβάτι και πήρα ένα τετράδιο και ένα μολύβι και άρχισα να ζωγραφίζω εικόνες από το μυαλό μου. Ήταν ένας τρόπος να ελευθερώσω το μυαλό μου από τα προβλήματα μου. Όλα τα σκίτσα μου ήταν τόσο μουντά, τόσο άψυχα. Αλλά λογικό νομίζω. Όλη μου η ζωή είναι μουντή και άψυχη. Νιώθω πως είμαι ένα λάθος του Θεού. Η ίδια μου η μητέρα με θεωρούσε λάθος και έτσι με άφησε δίπλα από κάτι παλιά κτήρια μέσα σε ένα κουτί παπουτσιών σε ένα δρόμο του Σικάγου. Άνθρωποι από το ορφανοτροφείο της γειτονιάς με βρήκαν και με πήραν στο κοντινό ορφανοτροφείο όπου και έζησα 13 χρόνια. Έως πριν λίγο καιρό δεν φανταζόμουν πως η ζωή μου θα άλλαζε τόσο πολύ. Με είχαν απαγάγει και με κρατούσαν κλεισμένη στο δωμάτιο για ημέρες. Και μετά με έβγαλαν για πωλήσει. Την πρώτη φορά όπως με αγόρασαν με έφεραν πίσω, την δεύτερη με αγόρασε ο Justin. Η ζωή μου ήταν ένα χάος. Ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο που γεννήθηκα αφού με μισούσε τόσο ο Θεός. Πάντα ήθελα μια κανονική ζωή. Ούτε πλούσια ούτε τίποτα, απλά μια φυσιολογική ζωή με οικογένεια που θα σε αγαπάει και θα σε νοιάζεται. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα ματιά μου. Ήταν τόσο δύσκολο να συγκρατηθώ. Δεν ήθελα να με δει ο Justin έτσι. Άκουσα την δυνατή φωνή του έξω από την πόρτα να φωνάζει το όνομα μου. Σκούπισα γρήγορα τα δάκρυα μου και προσπάθησα να απαντήσω με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσα και ας με έπνιγαν τα δάκρυα.
YOU ARE READING
MMDXVI
Teen FictionΤο χέρι του χάιδεψε απαλά την μέση μου τραβώντας προς το σώμα του. Η μυρωδιά του τσιγάρου σε ανάμειξη μέντας τρύπησε τα ρουθούνια μου κάνοντας την ανάγκη μου για αυτόν όλο και να μεγαλώνει. Τα χείλη του κοντά στα δικά μου σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Ήξ...