Έβλεπα το αυτοκίνητο του να χάνετε καθώς έστριψε απότομα δεξιά κάνοντας τα λάστιχα του αυτοκινήτου να δημιουργήσουν ένα -όχι και τόσο- ευχάριστο ήχο.
Πέντε λεπτά αργότερα, ήμουν ακόμη παγωμένη στη θέση μου.
Όταν συνειδητοποίησα πως δεν θα ερχόταν πίσω για να με πάρει, κύμα φόβου και άγχους κατέκλυσε το σώμα μου.
Δεν είχα ιδέα που στο καλό βρισκόμουν, και δεν είχα ούτε καν το κινητό μου για να πάρω τηλέφωνο.
Τι στον άνεμο θα κάνω; Πρέπει να τηλεφωνήσω του Dominic, αλλά χρειάζομαι να βρω κάποιο τηλέφωνο.
Λίγα μέτρα μακριά από εμένα βρισκόταν ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Προχώρησα προς εκεί, προσεύχοντας να δουλεύει. Αν όχι θα αναγκαζόμουν να ζητήσω από κάποιον μέσα στο κατάστημα που τρώγαμε προηγούμενος.
Για καλή μου τύχη το τηλέφωνο δούλευε και έτσι ρίχνοντας κέρματα, σχημάτισα τον αριθμό του Dominic.
Τρία χτυπήματα αργότερα το απάντησε με την απορία εμφανές στη φωνή του "Παρακαλώ;"
"Dom;" ένιωθα την φωνή μου να τρέμει.
"Bella; Μωρό μου γιατί δεν απαντάς το κινητό σου; Και από που με παίρνεις;"
"Dominic.. Είμαι εδώ, δεν ξέρω που, έλα να με πάρεις"
"Που είσαι μωρό μου;" Ο τόνος στην φωνή του ανήσυχος.
"Ήρθα με τον Justin για φαΐ και έφυγε και με άφησε..." για κάποιο λόγο άρχισα να βουρκώνω.
"Γιατί σε άφησε; Bella που είσαι γαμώ;"
"Ήρθαμε στο.." γύρισα προς το κατάστημα για να διαβάσω την ονομασία "'Goodfood' και νευρίασε και έφυγε.."
"Τι κάνει γαμώ το Θεό μου. Που σε άφησε μόνη σε τέτοια μέρη" φώναζε νευριασμένος καθώς άκουγα την μηχανή του αυτοκινήτου να 'ζωντανεύει' "Μωρό μου σε 2 λεπτά θα είμαι εκεί"
"Πρόσεχε στο δρόμο σε παρακαλώ" δεν ήθελα να προκαλέσει κανένα δυστύχημα. Είμαι σίγουρη πως το αυτοκίνητο θα έχει βγάλει φτερά.
"Είσαι μόνη σου;" άκουγα την αναπνοή του γρήγορη στην άλλη άκρη της γραμμής.
"Ναι" κοίταξα γύρω μου και είδα μια παρέα αγοριών λίγο πιο πέρα να με κοιτάνε. Κράτησα το ακουστικό με τα δυο χέρια μου σφιχτά.
"Έφτασα σχε-" η γραμμή κόπηκε ξαφνικά και κατάλαβα πως τελείωσε ο χρόνος.
Κρατούσα το ακουστικό, κάνοντας πως μιλούσα ακόμη.Μισό λεπτό αργότερα, αναγνώρισα το αυτοκίνητο του Dominic από μακριά και ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα έτρεξα προς το μέρος του και χώθηκα στην αγκαλιά του καθώς τα χέρια του με έσφιξαν δυνατά στο σώμα του. Ένιωσα ξαφνικά την έντονη ανάγκη να κλάψω.
Ο Justin, με άφησε μόνη στη μέση του πουθενά και ο Dominic έτρεξε να με βρει. Τον αγαπούσα τόσο πολύ.
Με απομάκρυνε και με κοίταξε από πάνω ως κάτω «Είσαι καλά; Σε πείραξε κανείς;» είπε και τα ματιά του έπεσαν στην παρέα των αγοριών που με κοιτούσαν προηγούμενος. «Arabella σε πείραξαν; Πες μου»
«Όχι» είπα και ξανά χώθηκα στην αγκαλιά του. Ένιωθα ασφάλεια. «Απλά πάμε σπίτι» μουρμούρισα.
YOU ARE READING
MMDXVI
Teen FictionΤο χέρι του χάιδεψε απαλά την μέση μου τραβώντας προς το σώμα του. Η μυρωδιά του τσιγάρου σε ανάμειξη μέντας τρύπησε τα ρουθούνια μου κάνοντας την ανάγκη μου για αυτόν όλο και να μεγαλώνει. Τα χείλη του κοντά στα δικά μου σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Ήξ...