Vancouver, 08 Αυγούστου, 03:00 μ.μ
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξα την πόρτα του πατρικού μου. Αισθανόμουν εξουθενωμένος. Λίγο η δουλειά, λίγο τα καθημερινά ξενύχτια το σώμα μου όπως και το μυαλό μου θα με εγκατέλειπαν από στιγμή σε στιγμή. Κοίταξα δεξιά, στο ρολόι που υπήρχε πάνω από την τηλεόραση. Τρεις το μεσημέρι. Αναστέναξα και έκατσα στον καναπέ. Πριν προλάβω να ρίξω το σώμα μου πίσω την είδα να ξεπροβάλλει από την κουζίνα. Μου χαμογέλασε και της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Με τη διαφορά πως το δικό μου ήταν κουρασμένο.
«Τηλεφώνησε ο Nathan.» είπε και έκατσε δίπλα μου. «Είπε πως δεν μπορεί να σε βρει στο κινητό σου και πως..» Άφησε την πρόταση της στη μέση. Πράγμα ασυνήθιστο.
«Και πως;» την ενθάρρυνα.
«Και πως θα σου σπάσει τα μούτρα αν σε βρει.» Γέλασε και έπειτα ακολούθησα και εγώ. Μιλώντας για το κινητό μου δεν έχω ιδέα αν βρίσκεται στο σπίτι ή σε κάποιο κωλόμπαρο από αυτά που επισκεπτόμαστε τον τελευταίο καιρό.
«Είπε κάτι άλλο;»
«Να του τηλεφωνήσεις.» Κατεύνασα και έπειτα σηκώθηκα. Με το ζόρι κρατιέμαι όρθιος. Νομίζω πως χρειάζομαι ένα καλό ύπνο και μια ελάττωση στις βραδινές εξόδους.
«Δεν θέλεις να σου βάλω να φας;» την άκουσα να με ρωτάει ενώ είχα ξεκινήσει ήδη να κατευθύνομαι προς το δωμάτιο μου.«Έφαγα στη δουλειά μαμά. Νομίζω πως το μόνο που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή είναι ένας καλός ύπνος.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και αφού την πλησίασα της έδωσα ένα φιλί και έπειτα κλείστηκα στο δωμάτιο μου βγάζοντας όλη την κούραση της ημέρας στο κρεβάτι.
Είχε περάσει μια ώρα από τότε που ξύπνησα και γύρω στο ένα τέταρτο από τότε που ο Nathan αποφάσισε να με επισκεφτεί. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Είχα σταθεί μπροστά από το παράθυρο και κοιτούσα την ερημική τοποθεσία που απλωνόταν ακριβώς μπροστά μου. Ελάχιστα σπίτια και μετά απέραντο σκοτάδι.
«Πως τα πας με τον χοντρό;» Κοίταξα τον Nathan ο οποίος είχε καθίσει στο κρεβάτι με την πλάτη του να ακουμπάει στον τοίχο. Έκατσα στην καρέκλα του γραφείου μου και αφού έπιασα τον πακέτο με τον καπνό αποφάσισα να στρίψω ένα τσιγάρο. Μου πήρε λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβω πως εννοεί τον εργοδότη μου.
«Πώς να τα πάω;» Έγλυψα το χαρτάκι και έφτιαξα ένα καλοσχηματισμένο τσιγάρο. Άρπαξα τον κόκκινο αναπτήρα που υπήρχε κάπου πάνω στο ακατάστατο γραφείο και λίγα δευτερόλεπτα αφού τράβηξα την πρώτη μου τζούρα συνέχισα. «Είναι μαλάκας και δεν με χωνεύει. Μα από τη στιγμή που κάνω τη δουλειά μου και με πληρώνει όλα εντάξει.»
YOU ARE READING
MMDXVI
Teen FictionΤο χέρι του χάιδεψε απαλά την μέση μου τραβώντας προς το σώμα του. Η μυρωδιά του τσιγάρου σε ανάμειξη μέντας τρύπησε τα ρουθούνια μου κάνοντας την ανάγκη μου για αυτόν όλο και να μεγαλώνει. Τα χείλη του κοντά στα δικά μου σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Ήξ...