Το άγχος και οι Επιλογές.

27 2 0
                                    

Η Άλεξ στάθηκε για λίγο ακουμπώντας την πόρτα, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η ένταση της στιγμής βάρυνε τους ώμους της. Προχώρησε προς το σαλόνι, όπου είδε τη Λάουρα και τον Ρίτσαρντ να κάθονται στον καναπέ. Η Λάουρα σήκωσε το βλέμμα της, τρομαγμένη και αποσυντονισμένη.

«Παιδί μου, τι έγινε;» ρώτησε με ανησυχία η Λάουρα.

Η Άλεξ τους κοίταξε και έδειξε το κινητό της, διαλυμένο στα χέρια της.

«Πώς έγινε αυτό;» ρώτησε η Λάουρα, ξαφνιασμένη.

«Παραπάτησα στον δρόμο και μου έπεσε... το πάτησε ένα αμάξι,» είπε η Άλεξ, καθώς κάθισε στον καναπέ, κοιτάζοντάς τους. Ένιωθε πως το βάρος της ημέρας την είχε καταρρακώσει.

Η Λάουρα ξεφύσηξε και την κοίταξε με κατανόηση. «Μην ανησυχείς, θα πάρουμε άλλο. Εσύ είσαι καλά;» τη ρώτησε γεμάτη άγχος, βλέποντας την ψυχολογική της κατάσταση.

Η Άλεξ έγνεψε θετικά με το κεφάλι, αλλά σηκώθηκε από τον καναπέ νευρικά. Ήταν εξαντλημένη, όχι μόνο από το περιστατικό, αλλά και από το γεγονός ότι δεν είχε προλάβει να διαβάσει το μήνυμα του Λίο. Αυτό την τρέλαινε ακόμα περισσότερο.

«Τι ήθελε να μου πει;» αναρωτιόταν μέσα της, ενώ το μυαλό της στροβιλιζόταν από αμφιβολίες και φόβους.

Η Άλεξ έμεινε για λίγα λεπτά καθισμένη στο κρεβάτι της, το βλέμμα της καρφωμένο στο διαλυμένο κινητό. Ένιωθε ένα μείγμα απογοήτευσης και θυμού να την πνίγει. Ήθελε να ξέρει τι ήθελε να της πει ο Λίο, αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει τώρα.

«Μήπως έπρεπε να πάω να το φτιάξω;» αναρωτήθηκε φωναχτά. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο. Ο αέρας έφερνε μαζί του ένα δροσερό αεράκι που τη βοήθησε να ηρεμήσει λίγο. Κοίταξε έξω, τα φώτα των δρόμων έριχναν απαλά φώτα στην πόλη, και ησυχία επικρατούσε παντού.

Ξαφνικά, άκουσε την πόρτα του δωματίου της να χτυπάει απαλά. Ήταν η Λάουρα.

«Άλεξ, όλα καλά;» ρώτησε η μητέρα της με γλυκιά, ανήσυχη φωνή.

Η Άλεξ έγνεψε καταφατικά, αποφεύγοντας το βλέμμα της μητέρας της. «Ναι, μαμά. Μην ανησυχείς, απλώς είμαι λίγο κουρασμένη.»

Η Λάουρα την κοίταξε με κατανόηση, πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της κόρης της. «Ξέρω ότι κάτι σε απασχολεί. Αν χρειαστείς κάτι, είμαι εδώ.»

Η Άλεξ της χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και έγνεψε ξανά. «Ευχαριστώ, μαμά.»

Μόλις η Λάουρα έφυγε από το δωμάτιο, η Άλεξ άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. Το μυαλό της είχε κολλήσει στο μήνυμα του Λίο. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να μπορέσει να το διαβάσει, αλλά αυτό την έτρωγε από μέσα.

Η Άλεξ καθόταν στο μπαλκόνι, νιώθοντας τη νύχτα να την τυλίγει. Ο δροσερός αέρας ανακάτευε τα μαλλιά της, και η ησυχία της προσέφερε μια αίσθηση γαλήνης που τόσο χρειαζόταν. Καθώς άναβε το τσιγάρο της, οι φλόγες του χόρευαν στο σκοτάδι, και η μυρωδιά του καπνού αναμειγνυόταν με τον αέρα της νύχτας.

«Μάλλον θα πρέπει να συνηθίσω τις απώλειες,» σκέφτηκε, κοιτάζοντας το φεγγάρι που έλαμπε πάνω από την πόλη. Το φως του ήταν τόσο έντονο και σταθερό, σε αντίθεση με την αναταραχή που ένιωθε μέσα της.

Σκέφτηκε τον Λίο και το μήνυμα που δεν είχε προλάβει να διαβάσει. Η ανησυχία της αυξανόταν, και αυτό την έκανε να αναρωτιέται τι μπορεί να ήθελε να της πει. «Τι θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντικό; Για να μου στείλει μήνυμα τώρα;» σκέφτηκε.

Καθώς εισπνευσε το τσιγάρο και κοίταξε ξανά το φεγγάρι, ένιωσε μια μικρή ανακούφιση. Ίσως να μην είχε όλες τις απαντήσεις τώρα, αλλά ήξερε ότι θα έβρισκε τον τρόπο να προχωρήσει, ό,τι κι αν συμβεί.

Μετά από λίγο, η Άλεξ έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε από την καρέκλα, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο φεγγάρι. Η ηρεμία που της είχε προσφέρει η νύχτα σιγά-σιγά υποχωρούσε, καθώς οι σκέψεις της επέστρεφαν στον Λίο. Αναστέναξε βαθιά και αποφάσισε να μπει ξανά μέσα. Το δωμάτιό της ήταν σκοτεινό, και μόνο η απαλή λάμψη της τηλεόρασης που ήταν σε αθόρυβη λειτουργία φώτιζε το δωμάτιο.

Αφού πέρασε λίγο χρόνο χαμένη στις σκέψεις της, πήρε το διαλυμένο της κινητό και το κοίταξε ξανά. Ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να διαβάσει το μήνυμα του Λίο τώρα, αλλά αυτό δεν την σταμάτησε από το να αναρωτιέται συνεχώς τι ήθελε να της πει.

Ακούμπησε το κινητό στο τραπέζι και ξεφύσηξε. «Αύριο θα το σκεφτώ καθαρά,» μονολόγησε. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να αφήσει πίσω της για λίγο τις σκέψεις και την ένταση της ημέρας.

Με το κεφάλι της γεμάτο σκέψεις και την καρδιά της βαριά, ξάπλωσε στο κρεβάτι, ελπίζοντας ότι ο ύπνος θα της φέρει μια μικρή ανακούφιση.

Love On The Edge: Between two Flames | BOOK 2Where stories live. Discover now