Όταν τελείωσαν τη συζήτησή τους, ο Λίο και η Άλεξ αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι. Ο αέρας ήταν δροσερός, και η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά, τυλίγοντας τους με μια ήσυχη και γαλήνια ατμόσφαιρα.
«Είσαι σίγουρη ότι θες να πας για ύπνο;» τη ρώτησε ο Λίο καθώς περπατούσαν στο διάδρομο. «Δεν θέλεις να συνεχίσουμε λίγο ακόμα τη συζήτηση;»
«Όχι, καλύτερα να ξεκουραστούμε,» απάντησε η Άλεξ, προσπαθώντας να κρύψει τη σύγχυσή της. «Έχω πολλά στο μυαλό μου και χρειάζομαι λίγο χρόνο να τα επεξεργαστώ.»
«Σε καταλαβαίνω,» είπε ο Λίο, αντιλαμβανόμενος την ανάγκη της για ησυχία. «Θα είμαι εδώ αν με χρειαστείς.»
Η Άλεξ πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα, νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση και ανησυχία. Άρχισε να ετοιμάζεται για ύπνο, αλλά οι σκέψεις για τον Λίο και το κολιέ που της έδωσε δεν έφευγαν από το μυαλό της.
Ο Λίο, από την πλευρά του, μπήκε στο δωμάτιό του, αλλά και εκείνος δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Το μυαλό του γυρνούσε σε αναμνήσεις, στιγμές και συναισθήματα που είχε μοιραστεί με την Άλεξ. Η επιθυμία του να την κερδίσει ξανά τον κρατούσε ξύπνιο.
Καθώς οι ώρες περνούσαν, η Άλεξ ξάπλωσε στο κρεβάτι της, κοιτώντας το ταβάνι. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, και η αβεβαιότητα την καταρράκωνε. Τελικά, έκλεισε τα μάτια της, ελπίζοντας ότι ο ύπνος θα της έδινε λίγη ηρεμία και καθαρή σκέψη.
Ο Λίο, από την άλλη, αναπολούσε τις στιγμές τους και προσευχόταν πως θα έβρισκαν τρόπο να ξαναχτίσουν τη σχέση τους. Ύστερα από αρκετή ώρα σκέψεων, τον πήρε ο ύπνος, ελπίζοντας πως η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη.
Η Άλεξ ξύπνησε νωρίς το πρωί και, αφού έκανε ένα γρήγορο ντους, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Εκεί είδε τον Ρίτσαρντ, τη Λαούρα και τον Λίο να τρώνε πρωινό και να συζητούν.
«Καλημέρα!» είπε η Άλεξ με ένα μείγμα ενθουσιασμού και αμηχανίας.
Ο Λίο την κοίταξε και της χαμογέλασε ήρεμα. «Καλημέρα. Θες να σε πάω εγώ στο σχολείο;» της πρότεινε ευγενικά.
Η Άλεξ δίστασε λίγο, σκεπτόμενη την πρόταση, πριν απαντήσει. «Εντάξει, ευχαριστώ,» είπε τελικά, προσπαθώντας να κρύψει την εσωτερική της ταραχή.
«Καλή ιδέα, Λίο,» πρόσθεσε η Λαούρα, σπρώχνοντας ένα πιάτο προς την Άλεξ. «Φάε κάτι πρώτα. Έχεις χρόνο.»
Ο Λίο την παρακολουθούσε σιωπηλός, και η Άλεξ ένιωθε τη σιωπή να βαραίνει την ατμόσφαιρα. Πήρε λίγο φαγητό, προσπαθώντας να επικεντρωθεί στη συζήτηση γύρω της, αν και το μυαλό της ήταν ήδη στο σχολείο και στη μέρα που την περίμενε.
Αφού τελείωσε γρήγορα το πρωινό της, γύρισε προς τον Λίο. «Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να διατηρήσει μια φυσιολογική ατμόσφαιρα.
«Έτοιμος!» απάντησε ο Λίο, σηκώνοντας το κεφάλι του, πασχίζοντας να δείξει ψυχραιμία, αν και μέσα του αισθανόταν την ανησυχία να μεγαλώνει.
Ο Ρίτσαρντ τους κοίταξε με ένα ζεστό χαμόγελο. «Καλό δρόμο, παιδιά! Να προσέχετε!»
«Ευχαριστούμε,» είπε η Άλεξ, πριν βγει από την κουζίνα. Ο Λίο την ακολούθησε, και καθώς περπατούσαν προς την έξοδο, η αίσθηση αναμονής ανάμεσά τους γινόταν όλο και πιο έντονη.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Λίο έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησαν. Η Άλεξ κοίταζε έξω από το παράθυρο, παρατηρώντας τη γειτονιά καθώς περνούσε, με μια αδιόρατη μελαγχολία να την κυριεύει.
«Ξέρεις,» είπε ο Λίο, σπάζοντας τη σιωπή, «ήταν ωραίο που ξαναβρεθήκαμε. Μου έλειψε η παρέα μας.»
Η Άλεξ τον κοίταξε πλάγια. «Και εμένα μου έλειψε... αλλά,» είπε με μια παύση, προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις, «είναι διαφορετικά τώρα. Πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί.»
«Σε καταλαβαίνω,» απάντησε ο Λίο με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι θέλω να είμαι κοντά σου.»
Η Άλεξ γύρισε να τον κοιτάξει, το βλέμμα της σοβαρό. «Λίο, δεν είναι τόσο απλό. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.»
«Το ξέρω,» είπε εκείνος, διατηρώντας την προσοχή του στο δρόμο. «Αλλά πιστεύω εχθες μπόρεσαμε να τα συζητήσουμε. Να βρούμε τρόπο να τα διαχειριστούμε μαζί.»
Η Άλεξ ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν έτοιμη να ανοίξει το παρελθόν ή να σκεφτεί το μέλλον τους.
«Ναι πράγματι, θα έλεγα πως ανακουφίστηκα λίγο μετά από αυτό,» του είπε τελικα.
Ο Λίο της χαμογέλασε γλυκά και δεν απάντησε, αλλά το βλέμμα του πρόδιδε ότι ήθελε να συνεχίσουν τη συζήτηση. Καθώς πλησίαζαν στο σχολείο, η Άλεξ ένιωσε ένα αίσθημα ανακούφισης, παρολο που τα είχαν βρει λίγο με τον Λιο, δεν ήταν έτοιμη για να μείνει εντελώς μαζί του,αλλά ταυτόχρονα και αγωνία για το τι θα ακολουθούσε.
«Φτάσαμε,» είπε ο Λίο, παρκάροντας το αυτοκίνητο.
Η Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. «Ευχαριστώ που με έφερες,» του είπε με ένα μικρό, συγκρατημένο χαμόγελο, και βγήκε από το αυτοκίνητο, ελπίζοντας ότι η μέρα θα εξελισσόταν καλύτερα απ' όσο περίμενε.
YOU ARE READING
Love On The Edge: Between two Flames | BOOK 2
Romance• BOOK 2 • | LOVE ON THE EDGE : BETWEEN TWO FLAMES | THE WALLS WE BUILD • ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΑΚΡΑ: ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΦΛΟΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟ 2. Μετά την προδοσία του Λίο, η Άλεξ αποφασίζει να αφήσει πίσω της τον έρωτα και να επικεντρωθεί στο μέλλον της. Με την έναρξη τ...