Κεφ. 5

288 34 7
                                    

«Μαρίλια σε παρακαλώ, φύγε επιτέλους πάνω από το κεφάλι μου» τα νεύρα του είχαν τεντωθεί από τη δουλειά και η γλυκιά Μαρίλια τον νευρίαζε άθελά της ακόμα πιο πολύ

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

«Μαρίλια σε παρακαλώ, φύγε επιτέλους πάνω από το κεφάλι μου» τα νεύρα του είχαν τεντωθεί από τη δουλειά και η γλυκιά Μαρίλια τον νευρίαζε άθελά της ακόμα πιο πολύ.

«Δουλεύεις όλη μέρα, κάνε ένα διάλειμμα» πέταξε τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια του και κάθισε πάνω στα πόδια του για να την προσέξει.

«Τι κάνεις γαμώτο; Δουλεύω!» φώναξε εκτός ορίων και σηκώθηκε απότομα από τη καρέκλα για να μαζέψει τα χαρτιά που πέταξε η κοπέλα.

«Πρόσεξε λίγο κι εμένα! Ζεις μόνο για τη δουλειά σου» εκνευρίστηκε και φώναξε κι εκείνη. Ο Ντέιβ είχε στα χέρια του μια υπόθεση που έμπαζε από παντού και διάβαζε συνεχώς γιατί ήθελε να κερδίσει αυτή τη δίκη, με αποτέλεσμα να παραμελήσει την ερωμένη του και να μη της δίνει καν σημασία.

«Σου είπα πολλές φορές πως πρέπει να κερδίσω αυτήν την υπόθεση και πρέπει να προσέξω κάθε σημείο για να μην πιαστώ εξ απήνης, χρειάζομαι να με στηρίζεις, όχι να μου φωνάζεις επειδή δε σε προσέχω» είπε πιο ήρεμα και κάθισε στη θέση όπου καθόταν αρχικά. Η Μαρίλια μετάνιωσε για τον τρόπο που του μίλησε άλλα δεν του ζήτησε συγνώμη, αν και εν μέρει αυτή είχε δίκιο, διότι ο Ντέιβ όση δουλειά κι αν είχε ποτέ δεν παραμελούσε την αγαπημένη του, κι αν το έκανε ήταν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τώρα ήταν σαν να μην είχε όρεξη για 'κείνη, σαν να έφυγε όλο του το πάθος, πράγμα που δε τολμούσε να παραδεχτεί στον εαυτό του. Πέταξε στο γραφείο τα χαρτιά του, αφού πλέον δε μπορούσε να προσέξει ό,τι διάβαζε, και βολεύτηκε καλύτερα στη θέση του σκεπτόμενος την υπόθεση που έπρεπε να φέρει εις πέρας, όχι μόνο για αυτόν, άλλα για να μην απογοητεύσει και τους ανθρώπους που στηρίχτηκαν σε αυτόν.

Πνιγόταν μέσα στο σπίτι του, κι ήταν ειρωνικό να πνίγεται σε ένα τεράστιο κι ευρύχωρο σπίτι, όμως αισθανόταν σαν να μη μπορεί να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το κουστούμι του. Χωρίς να ειδοποιήσει πως θα βγει, έφυγε με προορισμό το άγνωστο και για συντροφιά το ανακατεμένο και μπερδεμένο του μυαλό.

Οδηγούσε γρήγορα, και ευτυχώς τα αυτοκίνητα ήταν λίγα, οπότε η σύγκρουση ήταν αποφευκτή. Κοίταξε το ρολόι του και όταν γύρισε στο παράθυρο, ήταν έτοιμος να χτυπήσει έναν άνθρωπο. Πάτησε απότομα φρένο όμως δε κατάφερε να μη χτυπήσει τον άνθρωπο. Σταμάτησε έντρομος και βγήκε με ταχύτητα φωτός από το αμάξι να δει τι προκάλεσε και να βοηθήσει. Είχε χτυπήσει μια κοπέλα και ήταν αναίσθητη στο σκληρό δάπεδο. Δεν είχε όμως αίμα πουθενά για καλή του τύχη. Έβγαλε το κινητό του από τη τσέπη του παντελονιού και κάλεσε με γρήγορες και τρεμάμενες κινήσεις το 166. Πριν απαντήσουν κοίταξε απέναντι και διέκρινε την οδό που βρισκόταν. Όταν μια κυρία απάντησε, της είπε γρήγορα που βρίσκονταν και το έκλεισε. Κοιτούσε τη κοπέλα και φοβόταν να τη πάρει στην αγκαλιά του μήπως έχει σπάσει κάτι και της κάνει μεγαλύτερη ζημιά. Μέχρι να έρθουν, αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί γύρω τους και ρωτούσε τη συνέβη, αν και ήταν πασιφανές πως τη χτύπησε με το αυτοκίνητο. Είχε ιδρώσει από την αναμονή και κάθε φορά που κοιτούσε τη κοπέλα η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά από ότι ήδη χτυπούσε.

Αν την είχε χτυπήσει σοβαρά και της δημιουργούσε ανεπανόρθωτη βλάβη;
Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να ακούσει τη σειρήνα να ηχεί και να αναπηδήσει ελαφρά. Το ασθενοφόρο που θα μετακινούσε τη κοπέλα σταμάτησε και τέσσερις νοσοκόμοι βγήκαν από εκεί. Ο ένας κατευθύνθηκε κοντά στον Ντειβ, του έκανε μερικές ερωτήσεις, όσο οι άλλοι μετακινούσαν τη κοπέλα από το πάτωμα στο ασθενοφόρο με το ειδικό μετακινούμενο κρεβάτι. Μόλις ξεκίνησαν για το νοσοκομείο μπήκε σαν σίφουνας στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος για το νοσοκομείο όπου θα την πήγαιναν. Στο δρόμο άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο κλήσης του κινητού του άλλα δεν έδωσε καμιά σημασία. Προείχε να μάθει σε τι κατάσταση ήταν η κοπέλα.

Έφτασε λίγο αργότερα μετά το ασθενοφόρο και ρώτησε για μια κοπέλα που τη μετέφεραν μόλις πριν λίγο. Του είπαν πως έπρεπε να πάει στον δεύτερο όροφο και έτρεξε, ανεβαίνοντας με τις σκάλες, μη θέλοντας να χάσει πολύτιμο χρόνο.

Ελπίζω το κεφάλαιο να σας αρέσει, δεν είχα καθόλου έμπνευση αυτόν τον καιρό και αν ανέβαζα θα ανέβαζα κάτι που δε θα μου άρεζε, οπότε προτίμησα να περιμένω. Ελπίζω όσοι περιμένατε να μη περιμένατε άδικα. Σας ευχαριστώ όλους για τις ψήφους, που διαβάζετε την ιστορία και με ενθαρρύνετε να συνεχίσω. 
Μη ξεχνάτε να ψηφίζετε και να σχολιάζετε :D 

Μια σταγόνα έρωταWhere stories live. Discover now