Κεφ. 1

570 49 2
                                    

«Παλιοβρώμα! Μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω, μου κατέστρεψες τη ζωή!» ούρλιαζε δίχως να τον νοιάζει που όλοι τους κοιτούσαν με περιέργεια

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

«Παλιοβρώμα! Μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω, μου κατέστρεψες τη ζωή!» ούρλιαζε δίχως να τον νοιάζει που όλοι τους κοιτούσαν με περιέργεια. Αυτή ήταν η τελευταία φορά. Η τελευταία φορά που της φερόταν έτσι. Μόλις της μίλησε άγγιξε τα βρωμερά χέρια του στα μπράτσα της και την έσπρωξε με δύναμη, με αποτέλεσμα το κορίτσι να βρεθεί πεσμένο στο πεζοδρόμιο σαν να ήταν σκουπίδι. Έκλεισε την πόρτα δυνατά πίσω του και τον άκουγε που ακόμα την έβριζε. Σηκώθηκε από κάτω και κοίταξε τη πόρτα του σπιτιού. Τώρα δε θα γυρνούσε πίσω, τώρα την είχε διώξει για τα καλά! Ήταν για ακόμα μια φορά μεθυσμένος και παραπονιόταν που γεννήθηκε, γιατί αν δεν είχε γεννηθεί αυτό το "μπάσταρδο" όπως την αποκαλούσε, δε θα χρειαζόταν να παντρευτεί τη μητέρα της και να ζήσει αυτή την εφιαλτική ζωή. Την είχε ξαναδιώξει από το σπίτι, αλλά την επόμενη της ζήτησε να γυρίσει γιατί δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Τώρα όμως είχε ορκιστεί πως δε θα γυρνούσε, θα προτιμούσε να κοιμάται έξω στο κρύο παρά μέσα στο σπίτι με τον ίδιο το σατανά.

Έσφιξε τις γροθιές της για να μην αφήσει τα δάκρυα να πέσουν. Άρχισε να περπατάει στο σκοτάδι της νύχτας χωρίς προορισμό. Δεν είχε που να πάει, κάπου να μείνει το βράδυ. Έτσι σκέφτηκε να πάει στο πάρκο και να ξαπλώσει στο παγκάκι ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Όταν έφτασε στο πάρκο, κάθισε σε ένα παγκάκι δίπλα στη κολόνα με το φως και κουλουριάστηκε για να κρυώνει λιγότερο. Φοβόταν μην έρθει κάποιος και τη βιάσει, της ζητήσει λεφτά ή της κάνει κακό, αλλά δεν υπήρχε μέρος που να της έδινε μεγαλύτερη ασφάλεια. Αρκέστηκε σε αυτά που είχε. Τώρα χωρίς ρούχα, χωρίς κινητό, χωρίς τουαλ...χωρίς κινητό; Είχε ξεχάσει το κινητό στο σπίτι. Και ποιος θα τη ξυπνούσε το πρωί; Ξεφύσηξε αδύναμα και έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. Ο ύπνος ήρθε λίγο δύσκολα αφού τριγυρνούσαν συνέχεια σκέψεις στο μυαλό της, αλλά τελικά κοιμήθηκε...

Ο ήχος από τα αμάξια και οι φωνές των ανθρώπων την ξύπνησαν. Τι ώρα ηταν άραγε; Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και αισθάνθηκε όλο της το σώμα πιασμένο. Φυσικά, αυτό το κρεβάτι δεν ήταν ό,τι καλύτερο! Πήγε στο πρώτο μαγαζί που βρήκε και έψαξε με τα μάτια της ένα ρολόι στους τοίχους. Ήταν οκτώ παρά τέταρτο. Προλάβαινε να πλυθεί και να πάει με το πάσο της στο σχολείο. Ρώτησε έναν σερβιτόρο για τη τουαλέτα και πήγε γρήγορα. Άνοιξε τη πόρτα και κατευθύνθηκε προς το νιπτήρα χωρίς να ενδιαφερθεί να παρατηρήσει τον χώρο. Έπλυνε τα χέρια της και έβαλε κρύο νερό στο πρόσωπο της. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Φαινόταν αδύναμη, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Έβαλε τα δάχτυλα της ανάμεσα από τα κάστανα μακριά μαλλιά της και τα χτένισε όπως μπορούσε. Αφού έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να φαίνεται φυσιολογική, βγήκε από την τουαλέτα της καφετέριας και πήρε το δρόμο για το σχολείο της. Θα ήταν μια μέρα δύσκολη, αφού είχε τεστ στην ιστορία και δεν πρόλαβε να διαβάσει. Μακάρι όμως η μέρα να ήταν δύσκολη μόνο για το τεστ της ιστορίας, αλλά δεν ήταν. Έφτασε στο προαύλιο και χαιρέτησε κάποιους γνωστούς της. Ύστερα ανέβηκε πάνω στον όροφο της μέχρι να μπει στην τάξη και να ξεκινήσει το μάθημα. Κάθισε απέναντι από το γραφείο της διεύθυνσης όπου υπήρχε ένα μικρό καθιστικό, ένας άσπρος τριθέσιος καναπές με ένα τραπεζάκι. Πριν καλά καλά το καταλάβει τα βλέφαρα της βάρυναν και κοιμήθηκε στον αναπαυτικό καναπέ. Μάλλον η πρώτη ώρα δεν ήταν τόσο σημαντική...

Μια σταγόνα έρωταWhere stories live. Discover now